Δημήτρης Καταλειφός


Κείμενο: Λάμπρος Μητρόπουλος
01 Μαΐου 2023

«Η ταπεινότητα θα έλεγα πλησιάζει την αγιοσύνη. Ο άνθρωπος πραγματικά είναι τόσο ριγμένος στο σύμπαν, οπότε είναι μεγάλη ανοησία κατά τη γνώμη μου κάποιος να θεωρεί τον εαυτό του κάτι φοβερό, ακόμα κι αν διαπρέπει σε οτιδήποτε. Δηλαδή, η ταπεινότητα είναι να συνειδητοποιείς ότι είσαι ένας περαστικός, ένας ενοικιαστής αυτού του κόσμου».                                                                    Δημήτρης Καταλειφός                                    

 

 «Ενας εξέχων στις μέρες μας έλληνας ηθοποιός, ο Δημήτρης Καταλειφός που ερμήνευσε με κύρος και ευαισθησία σπάνια μεγάλους ρόλους του παγκοσμίου δραματολογίου, μας έχει συγκινήσει και ως ποιητής.»  «Η γενιά της εποχής μας, και ο Καταλειφός πλέον αυθεντικός εκπρόσωπος, αρπάζονται από τα ξέφτια των κουρελιασμένων ονείρων και των οραμάτων και βυθίζονται στις μνήμες, στα παιδικά όνειρα, στον εφήμερο έρωτα, στην απελπισία του μέλλοντος ταξιδιού. Ο Καταλειφός με αυτό το συναισθηματικό φορτίο υπηρετεί και το θέατρο, ένα πεδίο μάχης που χρειάζεται και μια αντιασφυξιογόνα μάσκα να το διαβείς.»                                                                 Κώστας Γεωργουσόπουλος

Με ιδιαίτερη χαρά φιλοξενούμε στο ραδιόφωνο τέχνης τον Δημήτρη Καταλειφό, έναν από τους πλέον αγαπητούς ηθοποιούς του θεάτρου και του κινηματογράφου πού μέσα από μια διαδρομή πολλών δεκαετιών έχει αφήσει το στίγμα του ανεξίτηλο στον ελληνικό πολιτισμό. Η εξαιρετική παιδεία του, η έμφυτη ευγένεια και καλοσύνη του σε συνδυασμό με την γνώση που απέκτησε από την συνδιαλλαγή με σπουδαία κείμενα μεγάλων Ελλήνων και ξένων συγγραφέων, σμίλεψαν έναν υπέροχο άνθρωπο που μόνο χαρά μπορεί να πάρει κάποιος συνομιλώντας μαζί του.

Η διαδρομή του γεμάτη σπουδαίες ερμηνείες, αρκετές σκηνοθεσίες, πολλά βραβεία μεταξύ των οποίων και του Αιμίλιου Βεάκη, διδασκαλίες σε δραματικές σχολές όπως και στα θεατρικά τμήματα Πανεπιστημίων της χώρας μας, και πρόσφατα τρείς ποιητικές συλλογές, τις “Συμπληγάδες γενεθλίων” το “Πίσω από τζάμια θολά” και η πλέον πρόσφατη « Επί κλίνης κρεμάμενος».

Είχα την τιμή να έχω ένα διάλογο μαζί του, όπως θα δείτε παρακάτω, όπου από τον λόγο του αναβλύζει η σοφία για την τέχνη του, για το όλον του πολιτισμού, για τα άδυτα της ψυχής και η αγωνία του για την παιδεία που είναι η ελπίδα και η ψυχή για το ανθρώπινο είδος.

 

Λ. Μ.: Σας καλωσορίζω στο ραδιόφωνο τέχνης. κ. Καταλειφέ, είναι πραγματικά μεγάλη η χαρά μας που δεχτήκατε να κάνουμε αυτή τη συζήτηση.

Δ. Κ.: Εγώ σας ευχαριστώ κ. Μητρόπουλε και χαίρομαι πολύ.

Λ. Μ.: Νομίζω ο πιο ωραίος τρόπος να ξεκινήσουμε είναι να βρεθούμε μέσα σε ένα κήπο. Από την ποιητική σας συλλογή, «Πίσω από τζάμια θολά», διαβάζω ένα μικρό στίχο.

«Το πρόσκαιρο ίσως άρωμα του γιασεμιού ή ένα θρόισμα σε ξεραμένα φύλλα ή κάποιο παράθυρο που έκλεισε απότομα κόβοντας στα δύο τη μέρα, του άφησαν διαπαντός υπόνοια εφήμερου και νύξη τέλους.»

Τι λέτε λοιπόν; Το θέατρο και η τέχνη γενικότερα αντιστέκονται στο εφήμερο, στο τέλος;

Δ. Κ.: Με έναν τρόπο ναι. Βέβαια το θέατρο είναι το πιο εφήμερο από τις τέχνες με την έννοια ότι, κάθε παράσταση είναι η αποθέωση του εφήμερου, γιατί αρχίζει κάτι, το βλέπουνε κάποιοι θεατές, οι ηθοποιοί παίζουν όπως είναι την συγκεκριμένη μέρα και τελειώνοντας το έργο τελειώνει για εκείνη την μέρα, όλο αυτό το συμβάν ή γεγονός, και την άλλη μέρα ξεκινάει πάλι κάτι από την αρχή. Οπότε με μια έννοια αυτή είναι και η γοητεία ειδικά του θεάτρου, είναι αυτό το εφήμερο με το οποίο παλεύεις κάθε μέρα, μπορεί να μείνει κάτι στη μνήμη του θεατή που είδε την όποια παράσταση έτυχε να δει. Ενώ οι άλλες μορφές τέχνης, όπως ένα βιβλίο, ένα ποίημα, ένας δίσκος, ένα cd, ή μια ταινία κινηματογραφική έχουν αυτό το προτέρημα να επιβάλλονται πάνω στο χρόνο. Το θέατρο λογοδοτεί με το εφήμερο ακατάπαυστα.

Λ. Μ.: Στο θέατρο βασιλεύει κόκκινο, βαθύ κόκκινο, όπως λέτε σε κάποιο ποίημά σας. Ποιος σας άνοιξε λοιπόν πρώτος την πόρτα του θεάτρου;

Δ. Κ.: Με έναν τρόπο η Έλλη Λαμπέτη. Όταν ήμουνα στο Γυμνάσιο, στη πρώτη τάξη δεν είχα ξαναπάει στο θέατρο, ούτε γνώριζα την Λαμπέτη από τον κινηματογράφο, γιατί δεν έπαιζε και πολύ συχνά. Έτυχε λοιπόν να πάω με τους γονείς μου σε ένα θέατρο που έπαιζε η Λαμπέτη, στο θέατρο Χορν, όπως λέγεται σήμερα, τότε λεγόταν Διονύσια, στην οδό Αμερικής και ήταν μια εμπειρία η οποία θα μου μείνει αξέχαστη, γιατί μαγεύτηκα και από την παράσταση και ειδικά από την Λαμπέτη και ένιωσα ότι το θέατρο είναι ένας κόσμος μαγικός. Αυτό ενισχύθηκε ακόμα περισσότερο δύο χρόνια μετά που πήγα στο υπόγειο του Κουν και είδα το «Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας» του Σαίξπηρ και εκεί τόλμησα δειλά μέσα μου να ακούσω μια φωνή που μου έλεγε, αυτό θέλω κι εγώ να κάνω τη ζωή μου. Ήμουνα τότε δεκαπέντε χρονών και βλέποντας την παράσταση, γιατί πήγαμε και την είδαμε τρεις φορές από ότι θυμάμαι, από εκεί ξεκίνησε η επιθυμία μου να μπω και εγώ σε αυτό το χώρο του θεάτρου. Δηλαδή η Λαμπέτη και ο Κουν ήταν αυτοί που μου άνοιξαν την πόρτα.

Λ. Μ.: Αν θα θέλαμε να πούμε σήμερα σε ένα νέο παιδί, τι μας προσφέρει το θέατρο, γιατί πρέπει να πηγαίνουμε στο θέατρο, τι θα λέγατε;

Δ. Κ.: Είναι πάρα πολλοί οι λόγοι αλλά κυρίως ότι το θέατρο, αν είναι ένα καλό έργο και μια καλή παράσταση, αφήνει πολλά πράγματα στη ψυχή, στη σκέψη, στη φαντασία ειδικά όταν είσαι νέος που είμαστε όλοι πιο ανοιχτοί, μπορεί να σου δημιουργήσει αυτή την αίσθηση ότι υπάρχει και ένας άλλος κόσμος πέρα από την καθημερινότητα, πέρα από τα υλικά πράγματα, κάτι που έχει να κάνει πιο πολύ με την ψυχή, με τη σκέψη, με τα όνειρα, με τον εσωτερικό μας κόσμο. Θέλω να πω αυτό που έλεγε και ο Κουν, ότι το θέατρο πλουτίζει την ψυχή του ανθρώπου. Αυτό είναι ένα διαχρονικό θέμα, δηλαδή πόσο η τέχνη γενικά, αλλά και το θέατρο επειδή έχει αυτή τη ζωντανή επαφή με τον κόσμο, μπορεί να πλουτίσει πάρα πολύ την ψυχή του κάθε ανθρώπου, οποιουδήποτε ανθρώπου. Οι νέοι βέβαια ρουφάνε τα πράγματα με μεγαλύτερη, επιθυμία και περιέργεια, και είναι πάρα πολύ σημαντικό να βλέπουνε θέατρο. Ειδικά δε στις μέρες μας που η εικόνα έχει αυτή την τεράστια δύναμη, εννοώ από τα κινητά, την τεχνολογία, τα laptop και όλα αυτά, το θέατρο έχει αυτό το μοναδικό πλεονέκτημα της ζωντανής επαφής, η οποία όταν μια παράσταση πετυχαίνει τους στόχους της και το έργο έχει ενδιαφέρον, μπορεί να είναι μια μεγάλη και σημαντική εμπειρία στη ψυχή ενός θεατή και ειδικά ενός νέου θεατή.

Dimitris Kataleifos apo.to.thanato.tou.emporakou

Ο Δημήτρης Καταλειφός απο το θεατρικό έργο ο "Θάνατος του Εμποράκου" του Άρθουρ Μίλερ

Λ. Μ.: Πώς βλέπετε τη σχέση των τεχνών, ποίησης, μουσικής και θεάτρου.

Δ. Κ.: Υπάρχει μεγάλη, στενή σχέση ανάμεσα σε αυτά. Άλλωστε μια καλή παράσταση έχει πάντα μια μουσικότητα. Μια καλή παράσταση είτε είναι ρεαλιστική παράσταση, είτε όχι μπορεί να δημιουργήσει πολλές ποιητικές στιγμές. Να δημιουργήσει αυτό που λέμε ποίηση, να δημιουργήσει συναίσθημα. Οπότε η μουσική, ο λόγος και η ποίηση, με έναν τρόπο, όταν πετυχαίνουν, γιατί δεν πετυχαίνουν πάντα, δημιουργούν μια ένωση η οποία οδηγεί στη συγκίνηση και μια παράσταση τότε πετυχαίνει κατ’ εμέ το στόχο της, όταν ένας θεατής βγει από αυτήν λίγο διαφορετικά από ότι μπήκε. Αν πας σε μια παράσταση και βγεις όπως ήσουνα πριν, πιστεύω ότι δεν είχε νόημα. Για μένα, εκεί είναι και το στοίχημα και ο μόχθος που απαιτεί το θέατρο, έστω για λίγο μετά που θα βγεις από το έργο, κάτι να σκεφτείς διαφορετικά, κάτι να σε έχει συγκινήσει, να το ξαναθυμηθείς ή να το σκεφτείς ή να το δεις αλλιώς. Δηλαδή, να έχεις μια διαφορά στην έξοδό σου από μια παράσταση. Αυτό το θεωρώ πολύ μεγάλο κέρδος σε μια παράσταση αν το πετυχαίνει.

Λ. Μ.: Επειδή είσαστε στο ραδιόφωνο τέχνης, σε ένα ραδιόφωνο ποίησης και μουσικής θα θέλαμε να πείτε ποια είδη μουσικής σας αρέσουν ιδιαίτερα;

Δ. Κ.: Ομολογώ ότι μ’ αρέσουνε όλα τα είδη. Δεν μπορώ να πω ότι κάποιο μ’ αρέσει περισσότερο. Είναι ανάλογα με τις διαθέσεις, άλλοτε ακούω κλασική μουσική, έχω μεγάλη αγάπη στο Σοπέν. Άλλοτε μπορώ να ακούσω και ρεμπέτικα, γιατί ένα μέρος της καταγωγής μου είναι από τη Σμύρνη. Ο παππούς μου έπαιζε βιολί, ήτανε φίλος με τη Ρόζα Εσκενάζυ, την ρεμπέτισσα τραγουδίστρια. Άλλοτε μπορώ να ακούσω Beatles, γιατί με αυτούς μεγάλωσα στην εφηβεία μου. Με τον Χατζιδάκι, με τον Θεοδωράκη που για μας τους Έλληνες είναι η ιστορία μας, είμαστε ένα με αυτή τη μουσική, ειδικά η γενιά η δική μου που με αυτήν μεγαλώσαμε. Επίσης μου αρέσει η κινηματογραφική μουσική του Νίνο Ρότα ή του Astor Piazzolla. Δηλαδή, μπορώ να ακούσω πάρα πολλά είδη μουσικής. Από τους σύγχρονους, έχει φύγει πια, αλλά μου άρεσε πολύ η Amy Winehouse.

Λ. Μ.: Ο διάλογός σας με τόσα σπουδαία κείμενα όλα αυτά τα χρόνια, έχει αλλάξει κάτι στο χαρακτήρα σας, στην οπτική σας; Σας έκανε διαφορετικό άνθρωπο; Καλύτερο ίσως;

Δ. Κ.: Κοιτάξτε, είχα την τύχη, που το θεωρώ πραγματικά τύχη κατά 95%, ίσως και περισσότερο, να έχω δουλέψει σε έργα πολύ σημαντικών συγγραφέων από το παγκόσμιο δραματολόγιο, Ίψεν, Τσέχωφ, Μπέκετ, Μίλερ, Μάμετ, Πίντερ, πολύ σημαντικούς συγγραφείς και αυτό είναι μια ευλογία για έναν ηθοποιό, γιατί όταν έχεις ένα κείμενο που πρέπει να το δουλέψεις και είναι ενός μεγάλου συγγραφέα, αυτό σε αναγκάζει, θέλοντας και μη, να σκεφτείς περισσότερο, να εμβαθύνεις περισσότερο, να καταλάβεις περισσότερα πράγματα για τη ζωή, για τον εαυτό σου, για τον άνθρωπο, αλλιώς δεν παίζονται αυτοί οι ρόλοι. Δηλαδή, απαιτούν να εμβαθύνεις. Δεν είναι απλοί, δεν είναι εύκολοι και όταν το κάνεις και κάθε μέρα επί μήνες, μοιραία είσαι σε έναν διάλογο συνεχή με αυτούς τους σπουδαίους συγγραφείς. Από την άλλη, εγώ επειδή πάρα πολλά χρόνια, από το 1993 είμαι και σε σχολές δραματικές και πάντα έρχομαι σε επαφή με συγγραφείς που δίνω στα παιδιά, τέτοιου τύπου συγγραφείς, δηλαδή κλασικούς, του 20ου αιώνα κυρίως ή του 19ου, όλο αυτό το πράγμα θέλω να πιστεύω, δεν το ξέρω, αλλά θέλω να πιστεύω ότι, έχει συντελέσει ώστε, αν μη τι άλλο να βλέπω τη ζωή με έναν τρόπο ελπίζω λίγο βαθύτερο και όχι επιφανειακό. Αλλά αυτό δεν μπορεί να το πει κανείς με σιγουριά. Ελπίζω ότι κάτι καλό θα μου έχουν αφήσει.

Λ. Μ.: Νομίζω, ότι, αυτή η επαφή ίσως είναι μια διαρκής ψυχοθεραπεία ζωής. Έτσι δεν είναι;

Δ.Κ.: Σίγουρα. Γιατί μιλάμε για ανθρώπους, συγγραφείς δηλαδή που αντιμετώπισαν τα θέματα του ανθρώπου με τόσο σπουδαία τέχνη, όλοι αυτοί που ανέφερα και άλλοι που δεν τους έχω αναφέρει, οι οποίοι μοιραία σου περνάνε πάρα πολύ αυτή την ενασχόλησή τους και σε κάνουνε και σένα να σκεφτείς, να μάθεις, να πλουτίσεις, να ενδιαφερθείς. Σίγουρα δηλαδή είναι μεγάλη ευλογία για τους ηθοποιούς γενικά, όχι μόνο για μένα, να έχουνε να αντιμετωπίσουνε τέτοια κείμενα, γιατί είναι πολύ απαιτητικά και σε αναγκάζουν να σκύψεις πολύ ταπεινά και με προσοχή, για να τα ανακαλύψεις και να τα αποδώσεις.

Dimitris Kataleifos.apo.to.telos.tou.samuel.Beckett

Ο Δημήτρης Καταλειφός απο το θεατρικό έργο "το τέλος" του Σάμουελ Μπέκετ.

Λ. Μ.: Τα τελευταία τρία χρόνια, έχετε μπει στο χώρο της ποίησης. Έχετε εκδώσει λοιπόν τρείς υπέροχες ποιητικές συλλογές, το «Συμπληγάδες γενεθλίων» το 2020, με 65 κείμενα ποιητικής πρόζας, το «Πίσω από τζάμια θολά» το 2021 και το «Επί κλίνης κρεμάμενος» πολύ πρόσφατα. Μιλήστε μας λίγο για την είσοδο σας στο χώρο της ποίησης.

Δ. Κ.: Αυτό προέκυψε εντελώς τυχαία, λίγο πριν ξεκινήσει ο κορονοϊός και η πανδημία και ο εγκλεισμός μας, η καραντίνα. Παίζαμε τότε, τον «Θάνατο του εμποράκου», και κάποια στιγμή είχα συναντήσει μια φίλη και της είπα ότι εμένα μου αρέσει πάρα πολύ η λογοτεχνία, τα μυθιστόρημα, η πεζογραφία και όχι τόσο η ποίηση εκτός από τον Καβάφη. Έτσι κάναμε μια κουβέντα πάνω σε αυτό και δεν ξέρω πως, ξεκίνησα. Επειδή πάντα πριν πάω στο θέατρο, πήγαινα σε ένα καφενεδάκι εκεί απέναντι και έπινα ένα τσάι, έτσι σαν παιχνίδι άρχισα να γράφω ό,τι μου έβγαινε εκείνη τη στιγμή αυθόρμητα και της τα έστελνα στο κινητό και μου είπε, εσύ γράφεις ωραία, δε συνεχίζεις; Στη συνέχεια προκύπτει ο κορονοϊός, κλεινόμαστε μέσα στο σπίτι όπου πέρασα όλο αυτό το πρώτο διάστημα, επειδή ήταν και μια περίοδος που σε ανάγκαζε να στραφείς μέσα και στον εαυτό σου και στη ζωή σου και λόγω και ηλικίας ήμουν τότε 66 χρονών, οπότε ξαφνικά προέκυψε μια ανάγκη να γράφω και μέσα από αυτήν την ανάγκη ήρθαν και με βρήκαν θα έλεγα, αυτά τα ποιήματα. Δηλαδή ερχόντουσαν από μόνα τους. Δεν έλεγα εγώ να κάτσω να γράψω ένα ποίημα. Σαν να απαιτούσαν να βγούνε από μένα αυτά και κατέληξα σε αυτά τα πρώτα κείμενα, τα οποία τα είδε η Άννα η Πατάκη, οι εκδόσεις, τα αγκάλιασε πολύ φιλόξενα και τα εξέδωσε χωρίς πολλές σκέψεις. Φάνηκε ότι υπήρξε ανταπόκριση η οποία με εξέπληξε και με γλύκανε και έτσι προχώρησα μετά και στο δεύτερο βιβλίο και τώρα σε λίγο καιρό θα βγει και το τρίτο. Φαίνεται πως μεγαλώνοντας δεν μου αρκούσε πια να μιλάω μέσα από τους συγγραφείς μόνο, αλλά να θέλω να πω και τα δικά μου λόγια, γιατί πέρασα το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου λέγοντας τα λόγια των συγγραφέων που προαναφέραμε και φαίνεται ένα κομμάτι ήθελε να μιλήσω και εγώ. Μάλλον ο άνθρωπος μεγαλώνοντας θέλει να πει κι αυτός τα δικά του πράγματα, γιατί ο ηθοποιός σε ένα μεγάλο βαθμό είναι δευτερογενής δημιουργός, ενώ χρειάζεται ίσως γράφοντας κανείς να ανακαλύψει και την πρωτογενή του πλευρά.

Λ. Μ.: Σχετικά με την πλέον πρόσφατη, την τρίτη ποιητική σας συλλογή «Επί κλίνης κρεμάμενος». Πως προέκυψε ο συγκεκριμένος τίτλος;

Δ. Κ.: Ο τίτλος μου βγήκε σαν παραλλαγή του «επί ξύλου κρεμάμενος», διότι αυτό ξεκίνησε όταν έκανα κάποια χειρουργική επέμβαση μέσα στην περίοδο του κορονοϊού, είχα ένα πρόβλημα υγείας, και από την κλίνη, το πρώτο βράδυ στο νοσοκομείο, από κει μου γεννήθηκε, σκέφτηκα ότι ξεκινάμε από το καροτσάκι του μωρού και σε όλη μας τη ζωή η κλίνη παίζει ένα μεγάλο ρόλο, είτε είναι ερωτική κλίνη, είτε είναι κλίνη ενός νοσοκομείου, και όταν φεύγουμε από τη ζωή. Η κλίνη είναι ένας πρωταγωνιστικός χώρος στη ζωή μας και με μια έννοια είμαστε και ξεκρέμαστοι μέσα σε αυτόν το χώρο πάντα και έτσι βγήκε αυτός ο τίτλος «Επί κλίνης κρεμάμενος». Ότι είμαστε δηλαδή εκτεθειμένοι γενικά στο σύμπαν. Ριγμένοι και εκτεθειμένοι, και από κει μου βγήκαν αυτά τα ποιήματα.

Λ. Μ.: Κάποια ποιήματά σας μελοποιήθηκαν ή κάνω λάθος;

Δ. Κ.: Σωστά. Στο πλαίσιο του κύκλου Jazz και ποίηση του Μουσείου Γουλανδρή στο Παγκράτι, ο μουσικός της Jazz Δημήτρης Τσάκας, μελοποίησε δεκαπέντε ποιήματά μου που του άρεσαν πολύ και θα τα παρουσιάσει στις 5 και στις 6 Μαΐου εκεί στο Μουσείο Γουλανδρή. Αυτό μου έδωσε μεγάλη χαρά. Εδώ είναι αυτό που με ρωτήσατε και πριν, συναντιέται η ποίηση με τη μουσική κυριολεκτικά.

Λ. Μ.: Αυτό έχει πάρα πολύ ενδιαφέρον. Θα είμαστε εκεί. Θα θέλαμε με την άδειά σας βεβαίως όταν θα εκδοθούν να μπορέσουμε να τα εντάξουμε στο πρόγραμμα του σταθμού μας.

Δ. Κ.: Θα χαρώ και θα είναι και μεγάλη μου τιμή αυτό.

Λ. Μ.: Ωραία. Τι λέτε; Η ποίηση ακουμπάει το ακατόρθωτο;

Δ. Κ.: Ναι, είναι πολύ δύσκολο να βρεις έναν ορισμό για την ποίηση. Σίγουρα είναι αυτές οι λέξεις που αναζητούν να βγουν από τον κάθε άνθρωπο, στον καθένα με άλλο τρόπο. Είναι αυτό, να συλλάβεις όχι μόνο το ακατόρθωτο, όλη την ύπαρξή μας, θα έλεγα το μυστηριώδες, γιατί όλη η ύπαρξη του ανθρώπου είναι ένα μυστήριο. Δεν ξέρουμε ούτε από που ήρθαμε, ούτε πού πάμε μετά, ούτε γιατί ήρθαμε, ούτε αν έχει νόημα αυτό για το οποίο ήρθαμε. Πάντα μέσα από αυτά τα ερωτήματα περνάει ο άνθρωπος τη ζωή του, από την αρχαία τραγωδία μέχρι τον Μπέκετ και τους πιο σύγχρονους συγγραφείς, αναρωτιέται κανείς για την θέση του ανθρώπου στον κόσμο, το νόημα, τη ζωή, το θάνατο, την αρχή, το τέλος. Δηλαδή αυτά τα ερωτήματα πάντα βασανίζουν τον άνθρωπο, άσχετα αν αλλάζουν πάρα πολύ οι συνθήκες ή οι περιστάσεις ή γίνονται πρόοδοι σε διάφορους τομείς, όπως τώρα εμείς ζούμε αυτήν την τρομερή έξαρση με τις τεχνολογίες, αλλά τα ερωτήματα για τον άνθρωπο πιστεύω, ότι εν πολλοίς, είναι τα ίδια. Οπότε η ποίηση είναι πάντα αυτή η τέχνη όπου ο άνθρωπος μεν, ο καλλιτέχνης, ο ποιητής με ένα πιο ελεύθερο και πάντα προσωπικό τρόπο, προσπαθεί να συλλάβει αυτό που είπατε, το ακατόρθωτο. Ποιο είναι το ακατόρθωτο; Να δώσεις μια απάντηση πιστεύω. Οπότε ο καθένας προσπαθεί να βρει ή τα δικά του ερωτήματα ή τις δικές του απαντήσεις και η ποίηση είναι όπως και η μουσική φυσικά, είναι μια από τις σημαντικότερες τέχνες γι’ αυτό το λόγο.

Dimitris Kataleifos.16

Ζωγραφικό έργο του Δημήτρη Καταλειφού.

Λ. Μ.:  Ασχολείστε και με τη ζωγραφική, έτσι δεν είναι;

Δ. Κ.: Πολύ ερασιτεχνικά. Και αυτό ήταν προϊόν του κορονοϊού. Θέλω πάρα πολύ να βρω χρόνο πάλι, γιατί το θέατρο έχει αυτό, ότι απαιτεί τόσο καθημερινή ενέργεια που δεν αφήνει ελεύθερο χρόνο. Η ενασχόληση με τη ζωγραφική έγινε κυρίως επί κορονοϊού, που ήταν τα πράγματα πιο χαλαρά, εκεί ανακάλυψα πάλι ότι όπως η μαγεία είναι στις λέξεις για την ποίηση, έτσι η μαγεία των χρωμάτων είναι για την ζωγραφική. Εγώ είμαι βεβαίως αυτοδίδακτος και έκανα μόνο παστέλ, αλλά είδα την ομορφιά των χρωμάτων, αυτό με το χέρι σου να τρίβεις και να κάνεις συνδυασμούς χρωμάτων, είναι μια άλλη μαγεία.

Λ. Μ.: Υπάρχει κάποιος καλλιτέχνης που τα έργα του σας γοητεύουν βαθιά;

Αν υπήρχε μόνο ένας καλλιτέχνης για τον οποίο νιώθω τη μεγαλύτερη συγκίνηση, είναι ζωγράφος, είναι ο Βαν Γκογκ. Θα τον έβαζα πάνω από οποιονδήποτε άλλο καλλιτέχνη του μεγέθους, όπως Ντοστογιέφσκι, Τσέχωφ στη συγγραφή ή Μπετόβεν στη μουσική και πολλούς άλλους. Για μένα αυτό που με συγκινεί τρομερά είναι οι πίνακες του Βαν Γκογκ.

Λ. Μ.: Στο βιβλίο σας «Πίσω από τζάμια θολά», υπάρχει μια ζωγραφιά στο εξώφυλλο που μου άρεσε, το θέμα, τα χρώματα οι αποχρώσεις και κάπου αναφέρετε μέσα στο βιβλίο ότι την έχετε κάνει εσείς. Έτσι δεν είναι; Έχετε ζωγραφίσει αρκετά έργα;

Δ. Κ.: Ναι εγώ την έχω κάνει, μέχρι στιγμής έχω φτιάξει περίπου εβδομήντα - ογδόντα έργα, λυπάμαι που έχουμε μόνο μια ζωή. Θα ήθελα πραγματικά αν υπήρχαν κι άλλες, σε μια άλλη, σίγουρα θα ήθελα να ήμουν ζωγράφος. Σίγουρα. Γιατί απλώς θέλει και αυτό όπως όλα τα πράγματα, πάρα πολλή δουλειά και μόχθο. Πολλές φορές εάν έχεις το θράσος της άγνοιας κάνεις καλύτερα πράγματα από ότι το να έχεις γνώση. Αυτό μου συνέβη και με το θέατρο. Δηλαδή εγώ πιστεύω ότι ποτέ μου δεν έπαιξα τόσο καλά όσο στη δραματική σχολή που δεν ήξερα που μου παν τα τέσσερα. Μετά όταν αρχίζει η συνείδηση και η γνώση, μπορεί να αποκτάς αυτό που λέμε εμπειρία, αλλά υπάρχει και μεγαλύτερος φόβος και μεγαλύτερη αγωνία, λιγότερη απόλαυση, ενώ όταν έχεις άγνοια διατηρείς αυτό το παιδικό που είναι πολύτιμο να το έχει ο καλλιτέχνης.

Λ. Μ.: Την αθωότητα.

Δ. Κ.: Ναι. Αυτό είχε ο Βαν Γκογκ με έναν συγκλονιστικό τρόπο.

Λ. Μ: Ξέρετε, οι ηθοποιοί κατά την προσωπική μου άποψη, είναι και ζωγράφοι, είναι ζωγράφοι της ψυχής.

Δ. Κ.: Βέβαια. Η ηθοποιία έχει αυτή την φοβερή σύνθεση από πολλά πράγματα. Από την μια εκθέτεις την φωνή σου, από την άλλη το σώμα σου, από την άλλη την ψυχή σου. Είναι δηλαδή ένα κανονικό ξεγύμνωμα, ίσως περισσότερο από πολλές άλλες τέχνες, γιατί είναι και το ίδιο σου το σώμα σε αυτό. Δεν είναι όπως ένας που γράφει ή που ζωγραφίζει. Είσαι εκεί εσύ με το δικό σου σώμα, τα δικά σου χέρια, την δική σου φωνή, και πρέπει και να το κάνεις σχεδόν κάθε μέρα. Οπότε όλο αυτό έχει πολύ ειδικές και πολύ απαιτητικές δυσκολίες.

Λ. Μ: Ναι, το καταλαβαίνω αυτό. Έχετε εργαστεί σαν καθηγητής σε θεατρικές σχολές και στο πανεπιστήμιο. Θα ήθελα να μου πείτε δυο-τρία σπουδαία πράγματα που θα θέλατε να μάθουν οι μαθητές σας, πέρα από τα καθαρά τεχνικά.

Δ. Κ.: Κοιτάξτε, το πρώτο που τους λέω, ειδικά στην εποχή αυτή που είπαμε και πριν της εικόνας, ότι αν θέλετε να γίνετε παιδιά ηθοποιοί, πρέπει να διαβάζετε πάρα πολύ λογοτεχνία, ποίηση. Γατί με το διάβασμα αναπτύσσεται η φαντασία, αναπτύσσεται το καλό γούστο, μια σκέψη που έχει νόημα, μια πνευματικότητα. Δηλαδή, το πρώτο που θα συμβούλευα ένα παιδί και που συμβουλεύω ένα παιδί που θέλει να γίνει ηθοποιός και επειδή θα χειρίζεται κείμενα και λέξεις και γλώσσα, είναι ότι πρέπει να διαβάζει γιατί είναι πολύ δύσκολο πια με αυτά τα κινητά, οι άνθρωποι πια ούτε διαβάζουν, ούτε γράφουν, ούτε τίποτα. Οπότε αυτό είναι το ένα. Το άλλο είναι ότι, πρέπει να θέλουν πάρα πολύ να γίνουν ηθοποιοί, γιατί είναι μια υπέροχη τέχνη και ένα επάγγελμα απίστευτα δύσκολο από κάθε άποψη, υπαρξιακή, οικονομική, ανασφάλειας. Έχει δηλαδή τρομερές δυσκολίες και ειδικά στην Ελλάδα που είναι μια μικρή αγορά όσον αφορά το θέατρο ή τον κινηματογράφο. Δεν έχουμε το προνόμιο των Αμερικανών και των Εγγλέζων που επιβάλλονται με τη γλώσσα παντού. Οπότε πρέπει να υπάρχει αυτό που έγραφα και στο ποίημα εκείνο που διαβάσατε. Πολύ κόκκινο, δηλαδή πολύ πάθος για να το κάνεις αυτό. Αν το κάνει κάποιος με μισή καρδιά ή δεν τον κάνει με ένα απόλυτο τρόπο, νομίζω ότι δεν θα έπρεπε να ασχοληθεί με αυτό, γιατί είναι τρομερά και απαιτητικό και ψυχοφθόρο επάγγελμα.

Dimitris Kataleifos.Ravdos

Ο Δημήτρης Καταλειφός απο το θεατρικό έργο  "η ράβδος" του Μάρκ Ρέιβενχιλ.

Λ. Μ.: Ένα από τα σπουδαία θεατρικά έργα που έχετε πρωταγωνιστήσει και που το είδα και εγώ πρόσφατα, είναι η Ράβδος του Μαρκ Ρέιβενχιλ που καταπιάνεται με το θέμα της βίας στα σχολεία, στην οικογένεια και αλλού το βλέπουμε παντού, κάθε μέρα εμφανίζεται κάτι τέτοιο μπροστά μας.

Δ. Κ.: Ναι. Σε οικογένειες…

Λ. Μ.: Σε οικογένειες, παντού. Που νομίζετε είναι η πηγή της βίας. Θα μπορούσε άραγε να εκλείψει αυτή η θλιβερή συμπεριφορά;

Δ. Κ.: Αυτό είναι και το ερώτημα του έργου με έναν τρόπο. Παρόλο που είναι ένα έργο που θέτει ερωτήματα και σχεδόν καμία απάντηση, γι’ αυτό είναι και καλό έργο άλλωστε. Είναι σαν να λέει ο συγγραφέας ότι ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να έχει μια πολύ βίαιη πλευρά από γεννησιμιού του. Δηλαδή ότι όλοι μας έχουμε ένα στοιχείο βίας μέσα μας, το οποίο είναι σαν να είναι μέσα στο DNA μας. Αυτό μόνο αν κανείς το δει με αλήθεια, με ειλικρίνεια, χωρίς να υποκρίνεται, μόνο τότε μπορεί να το διαχειριστεί. Δηλαδή όλοι οι άνθρωποι εν δυνάμει έχουμε βίαια στοιχεία και για αυτό χρειάζεται και ο πολιτισμός, αλλά όχι ένας πολιτισμός της μόδας ή ένας πολιτισμός, πώς να το πούμε, με μια επικαιρότητα και μόνο. Πρέπει κανείς να σκύψει βαθιά στον εαυτό του για να ανακαλύψει ο καθένας αυτό που είναι, αυτό που θέλει. Αυτό… είναι ολόκληρη ιστορία πώς ένας άνθρωπος αυτό το δίπολο που έχουμε όλοι μας για το καλό και για το κακό, πώς μπορεί να το διαχειριστεί. Και ο πολιτισμός σίγουρα και η παιδεία είναι δύο τομείς οι οποίοι είναι ακριβώς για αυτόν τον λόγο. Για να διαχειριστεί ο άνθρωπος αυτό το δίπολο που είμαστε ζώο και άνθρωπος. Το ζώο έχει πάντα αυτή την βία. Μερικά ζώα μάλιστα είναι καλύτερα και από μας τους ανθρώπους. Οπότε οι κυριότεροι παράγοντες, γι’ αυτό και το έργο είναι σημαντικό, είναι η οικογένεια και η παιδεία, μέσα στην οποία κάποιος μπορεί να διαχειριστεί αυτό το θέμα.

Η Ράβδος συμβολικά, μεταφορικά είναι η βία. Δηλαδή η βία και που έχουμε και η ανάγκη της με έναν τρόπο να καταστέλλεται, αλλά αυτός ο σωφρονισμός χωράει πολλή συζήτηση και κουβέντα πως είναι σωστό να αντιμετωπίζεται η βία. Τώρα φερειπείν διαβάζουμε και ακούμε αυτά που κάνουν διάφορα παιδιά στα σχολεία και πραγματικά εγείρονται πάρα πολλά ερωτήματα. Τι κάνει κανείς με αυτά τα παιδιά; Πώς τα βοηθάει να καταλάβουν γιατί κάνουν αυτά τα βίαια πράγματα; Η παιδεία είναι το μεγάλο ερώτημα και θέμα όλων των εποχών.

Λ. Μ.: Δεν είναι καθόλου εύκολο πώς θα διαχειριστείς τα παιδιά μετά, από τη στιγμή που αυτό ξεκινάει μέσα από την οικογένεια και την πολιτεία. Είναι ένα πολύ πολύπλοκο θέμα, όπως πολύ σωστά λέτε.

Δ. Κ.: Και από την ίδια τη φύση του ανθρώπου θα προσέθετα. Δεν γεννιόμαστε, δηλαδή είναι μύθος ότι γεννιόμαστε και είμαστε τα αθώα αγγελούδια. Αυτό δεν είναι αλήθεια. Είμαστε ζωάκια που θέλουνε μια σωστή διαχείριση για να γίνουμε άνθρωποι. Αυτή είναι η γνώμη μου.

Λ. Μ.: Ίσως έχετε δίκιο. Θα μπορούσατε να μας λέγατε μερικά έργα / συγγραφείς του ελληνικού και ξένου λόγου, που θεωρείτε κορυφαία, που όλοι μας, αλλά και οι νεότεροι, καλό θα ήταν να δουν εάν παιχτούν βέβαια.

Δ. Κ.: Πρώτα από όλα έχουμε αυτή τη φοβερή κληρονομιά με τις δικές μας τραγωδίες και κωμωδίες, που αυτό είναι μεγάλο δώρο, ότι τα καλοκαίρια, ανεξάρτητα πώς ανεβαίνουν κάθε φορά, έχουν μεγάλο ενδιαφέρον δηλαδή η αρχαία τραγωδία και η κωμωδία. Έχουμε πολύ σπουδαίους συγγραφείς και σημερινούς. Εννοώ σημερινούς από τον 20ο αιώνα, την Αναγνωστάκη, τον Κεχαΐδη, τον Διαλεγμένο, τον Σκούρτη. Είναι πολύ σημαντικό να δούμε την ελληνική δραματουργία και μετά αν πάμε πια στα ξένα, σίγουρα πρέπει κανείς να κοιτάξει το Σαίξπηρ, τον Τσέχωφ, τον Ουίλιαμς, τον Ίψεν, που είναι μετά τον Μπέκετ, αυτοί είναι σπουδαίοι, τον Πίντερ, τον Ο’Νηλ που είναι τεράστιοι σταθμοί στον 20ο αιώνα.

Dimitris Kataleifos.6

Λ. Μ.: Δεν θα έπρεπε να υπάρχει στα σχολεία ένα μάθημα για το θέατρο;

Δ. Κ.: Ασφαλώς, είναι απαράδεκτο να είμαστε μια χώρα που έχει γεννήσει το θέατρο και να μην υπάρχει ένα μάθημα στο σχολείο σοβαρό που να είναι πάνω στο θέατρο και τη λογοτεχνία. Είναι απαράδεκτο να μην υπάρχει στα σχολεία μια μέριμνα ώστε τα παιδιά να έχουν μια επαφή και με τα κείμενα αλλά και με τις παραστάσεις, διότι για να γίνεις και σωστός θεατής, πρέπει να εκπαιδευτείς. Εδώ βλέπετε φτάσαμε το 2023 που είναι, υποτίθεται όλο και πιο πολύ προχωράει ο πολιτισμός και σχεδόν δεν παίζεται πια μία παράσταση που να μην την ενοχλήσουν κινητά. Αυτό λέει πάρα πολλά για το ύφος και την συμπεριφορά των ανθρώπων πως αντιμετωπίζουνε σήμερα πια το θέατρο. Δηλαδή, τα παλιότερα χρόνια οι άνθρωποι έβαζαν τα καλά τους ρούχα και πήγαιναν σαν σε εκκλησία στο θέατρο. Και τώρα, σχεδόν δεν υπάρχει μέρα να μην χτυπάνε τρία και τέσσερα κινητά. Αυτό για μένα είναι ένα φαινόμενο της κακής παιδείας μέσα στην οποία μεγαλώνουν οι νέες γενιές.

Λ. Μ.: Να έρθω ακριβώς σε αυτό που είπατε τώρα, υπάρχει ένα ποίημα στην ποιητική σας συλλογή «Πίσω από τζάμια θολά», πού λέγεται ρομπότ. Αυτό το ποίημα μου άρεσε ιδιαίτερα. Ζούμε στην εποχή της υπερπληροφόρησης, δίκτυα ίντερνετ, τεχνητή νοημοσύνη.

Δ. Κ.: Τραυματικοί φίλοι, πλασματικοί έρωτες.

Λ. Μ.: Ακριβώς, Υπάρχει αντίδοτο; Σε όλες τις παραστάσεις που έχω δει το τελευταίο διάστημα η παρενόχληση από τα κινητά είναι έντονη.

Δ. Κ.: Ναι, κοιτάξτε, υπάρχει μια κατηγορία ανθρώπων που όλο και αυξάνεται, η οποία έχει μια τεράστια πια εξάρτηση από το κινητό. Δηλαδή, όπως μου έλεγε κάποιος, τώρα λέει έκοψα το κάπνισμα και έχω το κινητό. Δηλαδή έχει αντικαταστήσει το κινητό όλες αυτές τις στιγμές της αμηχανίας μας, της βαρεμάρα μας, της πλήξης γιατί ο σύγχρονος άνθρωπος πέρα από το κινητό, έχει πάρα πολύ δυσκολία να συγκεντρωθεί σε ένα πράγμα. Όταν κατακλύζεται κάθε μέρα από πληροφορίες, εικόνες, κάνει με το χέρι του αυτήν την κίνηση που ανεβοκατεβάζει ειδήσεις και πληροφορίες, στην τηλεόραση έχει το τηλεκοντρόλ και αλλάζει κανάλια. Γι’ αυτό είναι τόσο δύσκολο… αυτό το είχε πει και ο Πήτερ Μπρουκ και μου είχε κάνει εντύπωση, πριν χρόνια σε μια συνέντευξη, ότι ο σύγχρονος άνθρωπος είναι πολύ δύσκολο πια να συγκεντρωθεί στο θέατρο. Οπότε έχουμε να αντιμετωπίσουμε εμείς που κάνουμε θέατρο, αυτήν την δυσκολία που όλο και αυξάνει με το κινητό, γιατί είναι ένας τεράστιος πειρασμός πια για τον άνθρωπο και συν την δυσκολία του να συγκεντρωθεί σε κάτι που απαιτεί συγκέντρωση, σκέψη, παρακολούθηση αν μη τι άλλο, για να μην ενοχλήσεις τον διπλανό σου, όλα αυτά γίνονται όλο και πιο δύσκολα και πιο σύνθετα. Και σε αυτό παίζει ρόλο η παιδεία. Αλλά η παιδεία δεν είναι μόνο στα σχολεία. Όταν όλη μέρα σε πυρπολούνε πράγματα ευτελή και… πώς να το πω; πιο σε εισαγωγικά, να περνάμε την ώρα μας, δεν μπορεί ένας να περάσει την πόρτα του θεάτρου και να γίνει αγνώριστος. Κουβαλάει όλο αυτό που είναι την υπόλοιπη μέρα του και αυτό που είναι κανείς στην υπόλοιπη μέρα του, γίνεται όλο και πιο δύσκολο και πιο σύνθετο, ως πρόβλημα εννοώ.

Λ. Μ.: Κάτι άλλο που μου κάνει  εντύπωση είναι ότι οι άνθρωποι βρίσκονται σε μια αγωνία καθημερινής αυτοδιαφήμισης εκτός ορίων μέσω των κοινωνικών δικτύων.

Δ. Κ.: Αυτό που τώρα θίγετε είναι ένα θέμα που εμένα με ενοχλεί βαθύτατα, γιατί ανήκω σε αυτήν την άλλη γενιά, να φανταστείτε εγώ είμαι, σε λίγο καιρό θα είμαι 69 χρονών και εμείς μεγαλώσαμε διαβάζοντας ή ακούγοντας ανθρώπους που λέγανε ότι, ένα από τα μεγαλύτερα προτερήματα ενός ανθρώπου είναι η σεμνότητά του, να μην καβαλάς το καλάμι, να μην μιλάς διαρκώς για τον εαυτό σου. Και ξαφνικά έρχεται μια εποχή, στην οποία για να ανήκεις, γιατί αλλιώς πετιέσαι έξω, πρέπει να διαφημίζεις ακατάπαυστα το έργο σου, το sold out σου, την υπόκλισή σου που ήταν γεμάτη, το οποίο είναι για μένα ό,τι πιο πρόστυχο και αντικαλλιτεχνικό υπάρχει. Δεν υπάρχει για μένα χειρότερο ελάττωμα από το να αυτοδιαφημίζεσαι, αλλά δυστυχώς έχει καταλήξει έτσι πια η ζωή, που αν δεν το κάνεις αυτό, είναι με έναν τρόπο σαν να μην υπάρχεις. Αυτό και αν είναι κατάντια. Εγώ χαίρομαι με μια έννοια ότι είμαι προς την δύση του βίου και της τέχνης, διότι δεν θέλω να μπω σε αυτήν τη λογική, στην οποία πού και πού αναγκάζομαι και εγώ να μπω, παράδειγμα για να πω ότι βγήκε το τρίτο μου βιβλίο. Δεν μπορώ να μην το κάνω πια κι εγώ αυτό. Ή ότι σε λίγες μέρες ανεβαίνει το έργο μας τάδε. Ακόμα δεν έχω φτάσει στο σημείο να ευχαριστώ κριτικούς και τα λοιπά, το οποίο το θεωρώ απαράδεκτο να βγαίνεις και να λες, ευχαριστούμε πολύ τον κύριο κριτικό για την κριτική που μας έγραψε. Αυτό με ενοχλεί κατάβαθα. Αλλά πια είναι μια εποχή στην οποία όταν το πεις αυτό, σου λένε ότι είσαι, πώς να το πω, ότι πάντα γίνονταν έτσι, απλώς τώρα γίνονται πιο καθαρά αυτά τα πράγματα. Οπότε εκεί με αποστομώνουν και δεν έχω πιά να πω κάτι άλλο.

Λ. Μ.: Ίσως, η λύση σε αυτό να είναι η χρυσή τομή, όπως πολύ σωστά είπατε, κάνετε μια παράσταση, και είναι αναγκαίο να το αναφέρετε. Οι περισσότεροι καλλιτέχνες ζουν από την δουλειά τους και πρέπει να ενημερώνουν. Το πολύ παραπάνω είναι περιττό και απέχει πολύ από την σεμνότητα και την αξιοπρέπεια.

Δ. Κ.: Είναι πολύ δύσκολο πάντως στη σημερινή εποχή ο οποιοσδήποτε άνθρωπος να ζήσει με κάποια αξιοπρέπεια. Είναι σαν η εποχή να σου ζητάει να τα πουλήσεις όλα. Αυτό είναι αδιανόητα κακό και δεν ξέρω μέχρι που πια μπορεί να φτάσουμε.

Dimitris Kataleifos.Na akous to xioni na peftei

Ο Δημήτρης Καταλειφός απο το θεατρικό έργο "να ακούς το χιόνι να πέφτει" του Ρεΐμοντ Κάρβερ.

Λ. Μ.: Θα ήθελα να ξαναγυρίσω σε ένα παλιότερο θεατρικό έργο του Κάρβερ, που παίξατε και σκηνοθετήσατε το «Να ακούς το χιόνι να πέφτει».

Δ. Κ.: Ναι. Στο στούντιο Μαυρομιχάλη.

Λ. Μ: Ναι, ένα ερώτημα, ίσως ποιητικό, που προκύπτει από το συγκεκριμένο έργο είναι πού πάει η αγάπη για έναν άνθρωπο που αγαπήσαμε και ποια δεν αγαπάμε; Τι γίνεται; Χάνεται;

Δ. Κ.: Βέβαια, βέβαια καταρχήν ο Κάρβερ είναι ένας συγγραφέας που πολύ τον αγάπησα. Δεν μου ήταν ιδιαίτερα γνωστός εκτός από την ταινία «Τα στιγμιότυπα» που ήταν ένα αριστούργημα. Αλλά σε αυτό που κάναμε εμείς, το θέμα ήταν αυτό που ακριβώς λέτε. Αγαπάμε έναν άνθρωπο και μετά τι γίνεται; Πραγματικά είναι ένα ερώτημα και αυτό είναι θέμα του κάθε χαρακτήρα που το διαχειρίζεται. Δηλαδή, σε άλλους καταλήγει ένα φοβερό μίσος, σε άλλους μια αδιαφορία, άλλοι κρατάνε μια καλή ουδέτερη σχέση, άλλοι εξακολουθούν και αγαπιούνται βαθιά και ας έχει τελειώσει ο έρωτας. Αυτό για μένα είναι η καλύτερη εκδοχή. Όταν δύο άνθρωποι έχουν ερωτευτεί, έχουν ανταλλάξει τα πιο βαθιά τους θέματα, γιατί αυτό θα πει έρωτας, με την έννοια ότι, αποκαλύπτεσαι στον άλλον και ο άλλος σε εσένα, οπότε όταν συμβεί αυτό και δεν υπάρχουν πια μυστικά, είσαι γυμνός απέναντι σε έναν άλλον άνθρωπο, αυτό ιδανικά, επειδή ο έρωτας δυστυχώς δεν κρατάει για πάντα, για μένα η καλύτερη εκδοχή θα ήταν, αυτή η γνωριμία να αφήσει μια αγάπη, ώστε όταν χρειαστείς τον άλλον να είναι πάντα εκεί, όχι πια ερωτικά, αλλά σαν μια συντροφική ύπαρξη. Αυτό δεν συμβαίνει δυστυχώς πάντα. Πολλές φορές μπαίνουνε μέσα, αν έχει γίνει και γάμος μπαίνουνε και τα παιδιά, μπαίνουν και τα οικονομικά και γίνονται όλα μαντάρα. Είναι ένα άλλο ένα επίσης μεγάλο ερώτημα πέρα από την παιδεία που είπαμε πριν. Είναι το θέμα της αγάπης,

τι είναι αυτή η περίφημη αγάπη, πότε την έχουμε, πότε δεν την έχουμε, υπάρχει αγάπη άλλη πέραν της μάνας προς το παιδί και του παιδιού προς τη μάνα άραγε; Δηλαδή αυτό που θέλω να πω είναι ότι η ποίηση, το θέατρο και όλες οι τέχνες θέτουν ερωτήματα. Δεν υπάρχουν απαντήσεις ή μάλλον είναι πάρα πολύ υποκειμενικές οι απαντήσεις τελικά.

Λ. Μ.: Θα ήθελα να αναφερθούμε για λίγο στην λέξη ταπεινότητα που κατά την γνώμη μου είναι πολύ σημαντική, τι είναι λοιπόν η ταπεινότητα για σας;

Δ. Κ.: Η ταπεινότητα μαζί με την ευγένεια και μαζί με τη γενναιοδωρία, θα έλεγα ότι είναι από τα μεγαλύτερα χαρίσματα που μπορεί να έχει ένας άνθρωπος.

Όταν, ακούω τη λέξη ταπεινότητα, πάντα μου έρχεται ο μεγαλύτερος συγγραφέας που είχαμε ποτέ, που είναι ο Παπαδιαμάντης, αυτό το γνωστό περιστατικό που πήγε να πληρωθεί και του δώσανε στην εφημερίδα την αμοιβή του και είπε, πολλά είναι, δεν χρειάζομαι τόσα και επέστρεψε τα υπόλοιπα. Δεν ξέρω αν το ξέρετε αυτό το περιστατικό.

Λ. Μ.: Ναι, το γνωρίζω

Δ. Κ.: Λοιπόν, η ταπεινότητα θα έλεγα πλησιάζει την αγιοσύνη. Ο άνθρωπος πραγματικά είναι τόσο ριγμένος στο σύμπαν, οπότε είναι μεγάλη ανοησία κατά τη γνώμη μου κάποιος να θεωρεί τον εαυτό του κάτι φοβερό, ακόμα κι αν διαπρέπει σε οτιδήποτε. Δηλαδή, η ταπεινότητα είναι να συνειδητοποιείς ότι είσαι ένας περαστικός, ένας ενοικιαστής αυτού του κόσμου,

ο οποίος θα φύγει, μακάρι να αφήσει ένα καλό στίγμα και να έχει κάνει πέντε καλά πράγματα για άλλους ανθρώπους και από κει και πέρα δεν καταλαβαίνω γιατί πρέπει να περηφανευόμαστε ότι, πετύχαμε τρομερά το τάδε ή βγάλαμε λεφτά ή γίναμε σπουδαίοι και διάσημοι. Όλα αυτά μου φαίνονται πραγματικά ανοησίες. Και ναι, θεωρώ ότι η ταπεινότητα είναι ένα μέγιστο χάρισμα για τον άνθρωπο.

Λ. Μ.: Έχετε στη ζωή σας κυνηγήσει χίμαιρες, ουτοπίες;

Δ. Κ.: Φυσικά. Δεν γίνεται χωρίς αυτό. Φυσικά, ναι.

Λ. Μ.: Βοηθάει κάποιες φορές να κυνηγάμε την ουτοπία;

Δ. Κ.: Ναι, γιατί χωρίς αυτό δεν έχεις κίνητρο να κάνεις πράγματα και εκεί είναι και η διαφορά του νέου ανθρώπου από τον άνθρωπο που μεγαλώνει. Ότι όλες αυτές οι ουτοπίες και οι ψευδαισθήσεις μειώνονται, μέχρι που σταματάνε και αυτό είναι και τα γεράματα στην ουσία. Δηλαδή αυτό που συντηρεί τον κόσμο είναι οι ψευδαισθήσεις, οι χίμαιρες, οι ουτοπίες, οι επιθυμίες να πραγματοποιήσει πράγματα. Αυτό είναι το σπίρτο που ανάβει και ζούμε. Χωρίς αυτό δεν γίνεται. Βέβαια μεγαλώνοντας όλο αυτό το πράγμα μειώνεται και αυτό υπάρχει έντονα στην τρίτη ποιητική μου συλλογή. Αυτό το, δηλαδή το τέλος πολλών ψευδαισθήσεων.

Λ. Μ.: Μετανιώσατε για κάποιους συμβιβασμούς που ίσως κάνατε στην ζωή σας;

Δ. Κ.: Κοιτάξτε, ο άνθρωπος για να μπορεί να ζει και να συνεννοείται με τους άλλους ανθρώπους κάνει πάντα μια σειρά συμβιβασμών. Δεν πιστεύω ότι υπάρχει άνθρωπος ασυμβίβαστος, ο οποίος ζει μέσα στην κοινωνία. Επομένως ναι και έχω συμβιβαστεί σε πράγματα και έχω κάνει πράγματα, που δεν ήθελα και έχω κάνει… δεν έχω πει αλήθειες που θα έπρεπε να πω. Φυσικά, γιατί είναι έτσι η κοινωνική μας ζωή, επειδή υπάρχουν πάρα πολλές συμβάσεις και συμβατικά πράγματα και συμβόλαια και τα λοιπά, για να είσαι συνεπής σε αυτό, μοιραία θα κάνεις και υποχωρήσεις και θα υποκύψεις σε πράγματα που δεν θέλεις. Απλώς εξαρτάται το μέγεθος, το ποσοστό. Αυτό. Αλλά δεν υπάρχει άνθρωπος κατά τη γνώμη μου που δεν υποκύπτει σε κάτι που δεν θέλει.

Λ. Μ.: Είχατε πικρίες και αδικίες από το θέατρο;

Δ. Κ.: Το θέατρο είναι εξίσου άδικο, όπως και η ζωή και εξίσου δίκαιο όπως η ζωή. Δηλαδή το θέατρο είναι μια μικρογραφία ή μια μεγέθυνση της ζωής. Δεν έχει κάποια διαφορά. Σου δίνει στιγμές μεγάλης χαράς, στιγμές μεγάλης πίκρας, στιγμές που υπερεκτιμάσαι, στιγμές που αδικείσαι. Δεν έχει κάτι πολύ διαφορετικό από αυτό που είναι η ζωή. Όπως και στη ζωή αγωνίζεσαι για να επιβιώσεις και στη σκηνή αγωνίζεσαι να περάσεις κάτι από τον ρόλο στο θεατή. Για αυτό και λέω ο πρωταγωνιστής, ο δευτεραγωνιστής, έχουν μέσα τους την λέξη αγώνας τα οποία είναι κοινά όσο ζει κάποιος ή όσο παίζει κάποιος, πρέπει να αγωνίζεται.

Λ. Μ.: Αν σας έλεγα να μου πείτε, ποια ήταν η πιο χαρούμενη και η πιο συγκινητική στιγμή της ζωής σας, τι θα μου λέγατε;

Δ. Κ.: Δεν έχει καμία σχέση με το θέατρο. Το θέατρο σου δίνει χαρά, ικανοποίηση, αλλά ευτυχία για μένα είναι τελείως άλλο πράγμα. Είναι κάτι στο οποίο αφήνεσαι και αυτό για εμένα έχει πάντα σχέση με τη θάλασσα, με τη φύση, με κάτι ερωτικό. Δηλαδή τότε που δεν αγωνίζεσαι για κάτι, αλλά αφήνεσαι και σε αγκαλιάζει κάτι έξω από σένα.

Dimitris Kataleifos.To telos tou paixnidiou

Ο Δημήτρης Καταλειφός απο το θεατρικό έργο "το τέλος του παιχνιδιού" του Σάμουελ Μπέκετ.

Λ. Μ.: Θα ήθελα να κάνω ακόμα μια αναφορά σε ένα από τα πλέον σημαντικά έργα που έχετε πρωταγωνιστήσει κατά τη γνώμη μου βέβαια, «Το τέλος του παιχνιδιού» του Σάμουελ Μπέκετ. Είναι ένα εξαιρετικό έργο. Ποιους ορίζοντες μας ανοίγει αυτό το έργο;

Δ. Κ.: Έτσι παρεμπιπτόντως να σας πω, ότι ο Πίντερ  που ήταν μεγάλος θαυμαστής του Μπέκετ, θεωρεί ότι είναι το τελειότερο θεατρικό έργο που γράφτηκε ποτέ. Αυτό που λέει αυτό το έργο με έναν τρόπο το οποίο έχει και χιούμορ, αλλά είναι μια κωμικοτραγωδία, συνοψίζει εν πολλοίς αυτό που είναι η ζωή.

Ότι η ζωή είναι ένα είδος παιχνιδιού, ότι ο κόσμος είναι ένα είδος θεάτρου, ότι οι άνθρωποι είναι ενός είδους ηθοποιοί οι οποίοι παίζουνε επάνω στη σκηνή, δημιουργούν σχέσεις που έχουν αλήθεια και ψέμα, τραγωδία και κωμωδία και όλα αυτά μέχρι να έρθει το τέλος, που είναι ο θάνατος.

Είναι ένα μεγαλούργημα του 20ου αιώνα αυτό το έργο. Βέβαια δεν είναι από τα πιο αβανταδόρικα ή δημοφιλή για τον πολύ κόσμο, αλλά είναι ένα σπουδαίο έργο.

Λ. Μ.: Με αφορμή αυτό που μου είπατε μόλις τώρα για το τέλος, τι λέτε μπορούμε να αντιμετωπίσουμε το πέρασμα από τη ζωή στην ανυπαρξία, χωρίς φόβο, χωρίς τρόμο; Είναι δυνατόν αυτό;

Δ. Κ.: Νομίζω είναι αδύνατον. Αυτό είναι όλη η περιπέτεια του ανθρώπου, αυτό το πέρασμα. Δηλαδή αυτό αντιμετωπίζουμε και διαχειριζόμαστε όλοι. Αυτό που είναι μόνο παρήγορο για μένα, θα επιστρέψω και πάλι στον Παπαδιαμάντη, που το λέει στο «Χριστό στο Κάστρο»,

αυτό που απομένει για μένα στους ανθρώπους, είναι αυτή η δυνατότητα που έχουν οι άνθρωποι να παρηγορήσουν τον άλλο, να βοηθήσουν τον άλλο, να κατανοήσουν τον άλλο. Εν ολίγοις, αυτό που λέμε ανθρωπιά. Για μένα η ανθρωπιά είναι η μόνη ελπίδα σε αυτό το παιχνίδι που έχει αυτό τον τρόμο που λέτε.

Λ. Μ.: Όταν πια θα περάσουν αρκετά χρόνια από τώρα, ποιο θα θέλατε να είναι το αποτύπωμα που θα αφήσετε για τις επόμενες γενιές; Γιατί έχετε κάνει και θα κάνετε πολλά πράγματα με το θέατρο και με την ποίηση, πώς θα θέλατε να σας θυμούνται;

Δ. Κ.: Τώρα σε αυτό είναι δύσκολη η απάντηση. Αυτό που μου έρχεται αυθόρμητα να πω, ότι θα ήθελα να έχω φερθεί στους άλλους με έναν τρόπο που να ήμουνα εντάξει, δηλαδή να μην έχω βλάψει κανέναν. Αυτό θα μου άρεσε πολύ. Δηλαδή να μην έχει να πει κάποιος ότι τον έβλαψα σε οτιδήποτε. Αυτό θα μου αρκούσε. Να ήμουνα εντάξει δηλαδή.

Λ. Μ.: Σε λίγο θα γίνετε 69 χρονών, είσαστε καλά με τον εαυτό σας;

Δ. Κ.: Δεν είμαι καλά με την έννοια ότι, είναι πολύ δύσκολο πράγμα και σε σαστίζει το γεγονός να μεγαλώνεις και να πλησιάζεις πια στην δεκαετία των εβδομήντα. Υπάρχουν στιγμές που έχω μια πολύ βαθιά θλίψη γι’ αυτό, την οποία δεν μπορούν να τη σώσουν ούτε τα έργα, ούτε οι ρόλοι, ούτε οι μεγάλοι συγγραφείς. Είναι αυτό που είπατε λίγο πριν, ότι πηγαίνουμε προς ένα τέλος, το οποίο άλλοτε μας τρομάζει, άλλοτε μας μελαγχολεί και εγώ δεν είμαι καθόλου εξαίρεση σε αυτό το πράγμα. Αντιθέτως, πολλές στιγμές με επηρεάζει και πολύ θλιμμένα, γι’ αυτό και γράφω ποιήματα. Άλλωστε γενικά η τέχνη είναι κάτι με το οποίο αντιμετωπίζουμε αυτό που μας φέρνει πόνο στη ζωή ή θλίψη ή μελαγχολία. Με την τέχνη κι εγώ προσπαθώ να τα βγάλω πέρα και με αυτό που σας είπα, να είμαι εντάξει είτε στη ζωή, είτε σε αυτά που κάνω, γράφοντας ή παίζοντας. Αλλά είναι πολύ δύσκολο πράγμα να μεγαλώνει κανείς και αυτό που εύχεται είναι τουλάχιστον να το βιώνει με κάποιου είδους υγεία, να μην έχει σοβαρά προβλήματα στην υγεία, που αυτή μέχρι στιγμής, εγώ σε αυτό είμαι εντάξει, οπότε και έτσι μπορώ και παίζω. Αλλά είναι πολύ δύσκολο πράγμα να μεγαλώνει κανείς και το λέω αυτό χωρίς δεύτερη σκέψη.

Λ. Μ.: Τελειώνοντας την συνομιλία μας, επειδή η ποίηση συναρπάζει και εμένα, έχω διαλέξει ένα ποίημα, που έχει να κάνει με το τέλος, από έναν αγαπημένο μου ποιητή, μπορεί να μην τον ξέρετε, λέγεται Τόλης Νικηφόρου, να σας το διαβάσω;

Δ. Κ.: Βεβαίως.

Λ. Μ.:

«Είμαι ένας μεθυσμένος ακροβάτης, ένας απίστευτα γενναίος ισορροπιστής, βαδίζω απρόσεκτα, χορεύω, γλιστράω, κρατιέμαι την έσχατη στιγμή, παίζω με την κομμένη σας ανάσα, περιγελώ τα επιφωνήματα. Εγώ ο ίδιος πριονίζω το σκοινί, στο χέρι μου κρατάω σφιχτά τον ουρανό, τον τρύπιο σκούφο μου για τα φιλοδωρήματα. Το ξέρω πως θα συντριβώ, το αίμα μου πάνω στην άσφαλτο θα σχηματίσει ένα παράξενο φεγγάρι. Οι νοσοκόμοι με τα άγρια γένια θα διασώσουν μονάχα κείνο το εκθαμβωτικό λουλούδι που θε να ανθίσει στο σημείο που έπεσα.»

Δ. Κ.: Ωραίο, πολύ ωραίο. Θα ήθελα και εγώ να σας αποχαιρετήσω με το ποίημά μου «Σχεδία» που αφορά την κλίνη κατά κάποιο τρόπο και είναι από την τελευταία μου ποιητική συλλογή, «Επί κλίνης κρεμάμενος».

«Οι νύχτες από κει και πέρα τεμαχίζονταν μεγάλα κομμάτια, μικρά κομμάτια, κουρέλια, ξέφτια. Ορθάνοιχτα μάτια, κλειστά μάτια, μάτια μισόκλειστα. Σηκώνεται και περπατάει στα σκοτεινά. Επιστρέφει και πέφτει στα χρόνια. Άλλοτε επιπλέουν οι ζωντανοί, άλλοτε οι πεθαμένοι έρχονται κατά κύματα. Το κρεβάτι μια σχεδία ενόψει τρικυμίας που επέρχεται. Αυτός πάντα πνίγεται στο τέλος.»

Λ. Μ.: Πολύ ενδιαφέρον.

Δ. Κ.: Είναι υποτίθεται το κρεβάτι που πάμε και πέφτουμε και ξαφνικά έρχονται όλες οι μνήμες μας και μας πνίγουνε από ζωντανούς και πεθαμένους ανθρώπους. Με αυτό ξεκινάει η συλλογή, οπότε σας διάβασα το πρώτο ποίημα.

Λ. Μ.: Σας ευχαριστούμε πολύ για αυτή την υπέροχη συζήτηση. Εύχομαι να είστε καλά για πολλά χρόνια ακόμα και να συνεχίσετε να μας συναρπάζετε με την υπέροχη τέχνη σας.

Δ. Κ.: Να είστε καλά κ. Μητρόπουλε. Και εγώ σας ευχαριστώ πολύ.

                                                                                                                                                                                 

Επιλογές ποιημάτων απο τις ποιητικές συλλογές του Δημήτρη Καταλειφού

Dimitris Kataleifos.Poetry.books

Συµπληγάδες γενεθλίων (2020)

Λαχταρώ

Λαχταρώ:
Ένα μέρος δίχως Χριστούγεννα,
δίχως Πάσχα,
δίχως εθνικές εορτές.
Ένα απάνεμο, περίκλειστο κρατίδιο.
Πότε πότε θα επιτρέπεται η είσοδος
μόνο σε γαλαζωπές ανταύγειες
από παιδικό ουρανό.
Τίποτε άλλο.

Περίμενε να γεράσει για να βγει στην ποίηση

Περίμενε να γεράσει για να βγει στην ποίηση. Κοίταξε
πίσω ή μπροστά; Έκλεισε την πόρτα του πιάνοντας
μολύβι και χαρτί. Το πρωί γράφει από φως, τις νύχτες
από σκοτάδι, και στο μεσοδιάστημα κυκλώνεται από ομίχλη.

Έπρεπε να γεράσει για να στοχαστεί τον έρωτα.
Κοίταξε πίσω ή μπροστά; Έκλεισε την καρδιά του πιάνοντας
το υπονοούμενο. Το πρωί γράφει από χαρά, τις
νύχτες από λύπη, και στο μεσοδιάστημα μετρά απώλειες.

Έφτασε να γεράσει για να δει τον κόσμο. Κοίταξε πίσω
ή μπροστά; Έκλεισε κάθε λογαριασμό πιάνοντας τελικά την προσευχή.
Το πρωί γράφει απ’ τον θεό, τις νύχτες απ’ τον διάβολο,
και στο μεσοδιάστημα εξερευνά την άγνοια.

Ήτανε να γεράσει για να μπει στην ποίηση. Κοίταξε
πίσω ή μπροστά; Άνοιξε τα μάτια του δίνοντας νόημα
στα χέρια. Το πρωί γράφει στίχους, τις νύχτες τούς
διαλύει, και στο μεσοδιάστημα παίζει με τις λέξεις.

Έτρεχα να αγοράσω το τετράδιο.

Έτρεχα να αγοράσω το τετράδιο. Πίσω στο σπίτι η µαµά καβούρδιζε τον χαλβά.
Το γλυκό που ακόµα αγαπώ. Όταν θα γύριζα, θα ήταν όλοι εκεί.
Ο µπαµπάς, η µαµά, τ’ αδέλφια, η Μαριώ.
Τα είχα όλα. Τους είχα όλους.
Έτρεχα να αγοράσω το τετράδιο ξέροντας τι θα πει ευτυχία.

Πίσω από Τζάμια θολά (2021)

Σπίτι

Το τρυφερό του σπίτι
το χτυπούσαν
σκληροί αέρηδες .
Ήταν να είναι έτσι.
Τα θεμέλια έτριζαν,
τα παραθυρόφυλλα έτρεμαν,
αυτός πιανόταν από όνειρα,
για να μην πέσει,
μη σωριαστεί.
Ήταν να είναι έτσι,
λέει τώρα,
που τα βλέπει όλα
πιο νηφάλια.
Στο κάτω κάτω και η
τρυφερότη είναι
από ανθεκτικό υλικό, κατέληξε.

Αξίες

Τον ρώτησαν για τις αξίες του
κι αυθόρμητα του ήρθε
η λέξη καλοσύνη.
Μετά θυμήθηκε
τις πολλές φορές
που έκανε σκέψεις σκληρές .
Πράξεις, όχι,
απ' όσο μπορεί να θυμηθεί.
Εντέλει τι είμαι;
Αυτό που θα 'θελα
ή αυτό που σκέφτομαι;
Μετά άφησε αναπάντητο το ερώτημα
κι επέστρεψε στα ανώδυνα.

Δύση

Στο κατάστρωμα του πλοίου,
η απαλότητα της δύσης
τσαλακώνεται
από άξεστους εκδρομείς
που φτύνουν υποκοριστικά,
εκτοξεύουν επιφωνήματα,
τραβούν φωτογραφίες
ζωή ωραία και ξετσίπωτη
απαθανατίζεται.
Ανάμεσα σε σκύλους που γαβγίζουν,
κοιτώ τον ήλιο.
κρατώντας με από ρόδινο λουρί,
με εκπαιδεύει στη σιωπή.

Απωθημένα

«Αποτεφρώσεις στην Ελλάδα»
επαγγέλλεται το ανακαινισθέν γραφείο στη γωνία.
Εκσυγχρονίζεται κι ο θάνατος, για σκέψου.
Προβλέπω τεφροδόχους και ληκύθους
σε τρομερούς συνδυασμούς design,
να διακοσμούν καθιστικά.
Εγώ όμως θα προτιμήσω χώμα,
ως παραδοσιακός .
Πάντα ονειρευόμουν έναν κήπο
που δεν απέκτησα ποτέ.
Επίσης είχα παιδιόθεν κλίση
προς το επάγγελμα του ανθοκόμου,
ωστόσο δεν την καλλιέργησα.
Μου δίνεται λοιπόν μια ευκαιρία
που επ' ουδενί θα αφήσω ανεκμετάλλευτη:
να προσφέρω το σαρκίο μου ως λίπασμα
σε άνθη εύοσμα και κυπαρίσσια λυγερά —
οποία αναζωογόνηση !
Έχουν, βλέπεις, και οι νεκροί
απωθημένα.

Επί κλίνης κρεμάμενος (2023)

Βεγγαλικό

Λόφου πλαγιά,
γάμος ή βάφτιση,
πότε και πού,
μια φούχτα άνθρωποι,
εδώ κι εκεί,
εγώ ανάμεσα,
πότε και πού,
παιδί παιδάκι,
μια κουδουνίστρα,
ανάσκελα,
κόκκινα θραύσματα αόριστα,
αστέρια μάλλον,
ίσως φεγγάρι,
μεταξωτές σκιές
φεύγουν έρχονται ψιθυρίζοντας,
καροτσάκι μήπως,
βήματα,
πέρα δώθε,
ένα αγκάλιασμα,
μυρίζει πανηγύρι και κουφέτο,
ανήμερα της Αγίας Θαλπωρής.
Θέρους νύχτα,
βεγγαλικό που εκτοξεύεται
και ήρθε να αστράψει
πάνω από τον κόσμο.

Ανάχωμα

Το μονοπάτι
οδηγούσε σε ποίημα.
Ανάμεσα σε ξερόχορτα
και τσουκνίδες
λαχταρούσα
να το ανάψω σαν σπίρτο.
Μέσα σε επαναλαμβανόμενες σιωπές
φιλούσα φωτογραφίες.
Τα ρολά κατεβασμένα,
η πόρτα περίμενε
ήσυχη να την ανοίξω,
το δωμάτιο συνηγορούσε
υπέρ αναχωρήσεων.
Ξεκινούσα,
ονειροπολώντας χλόη.
Σκόνταφτα σε άσφαλτο.
Έφτανα έως εκεί που μπορούσε
να ορθώσει ένας στίχος ανάστημα,
να τον στήσω ως ανάχωμα
σε εφόρμηση θλίψης.
Μια γεμάτη άδεια ζωή,
οι λέξεις να γεννιούνται,
να αναρριχώνται,
να ολισθαίνουν,
να κατρακυλούν,
να καίγονται.
Να καίγομαι.

Άμμος

Σηκώθηκε μοναξιά
σαν αέρας στις Κυκλάδες,
δεν μπορείς να σταθείς πουθενά.
Χτυπάει τα μάτια σαν άμμος
και τσούζουν.
Νομίζεις πως θα κλάψεις,
μα ούτε κι αυτό δεν μπορείς,
ούτε κι αυτό δεν μπορείς.

 

Βιογραφικό του Δημήτρη Καταλειφού

O Δημήτρης Καταλειφός γεννήθηκε το 1954 στην Αθήνα και μεγάλωσε στη Νέα Σμύρνη. O πατέρας του ήταν από τη Σέριφο και η μητέρα του από τη Σμύρνη. Αποφοίτησε από τη δραματική σχολή του Πέλου Κατσέλη το 1975. Από τότε εργάζεται ως ηθοποιός στο θέατρο, στον κινηματογράφο και σποραδικά στην τηλεόραση, ενώ έχει επίσης σκηνοθετήσει μερικές παραστάσεις. Τις δεκαετίες του 1980 και του 1990 υπήρξε Ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Θεάτρου «H Σκηνή» και του Θεατρικού Οργανισμού «Μορφές» αντίστοιχα.

Έχει τιμηθεί με το βραβείο Αιμίλιος Βεάκης (2002-2004) για τις ερμηνείες του στο θεατρικό έργο Ξεριζωμός του Μπ. Φρίελ και στα μονόπρακτα Αυτός και το παντελόνι του του l. Καμπανέλλη, Κύκνειο άσμα του Ά. Τσέχοφ και Η τελευταία μαγνητοταινία του Κραπ του Σ, Μπέκετ. Επίσης με το βραβείο κοινού του περιοδικού Αθηνόραμα (2011) για τον Ξεριζωμό του Μπ. Φρίελ, τους Βρικόλακες του X. Ίψεν και τον Επιστάτη του X. Πίντερ. Το 1987 του απονεμήθηκε το βραβείο πρώτου αντρικού ρόλου στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για την ερμηνεία του στην ταινία Θεόφιλος του Λ. Παπαστάθη. Από την εφημερίδα Έθνος τιμήθηκε το 2008 με το βραβείο πρώτου αντρικού ρόλου για την ερμηνεία του στην τηλεοπτική σειρά Το 10 της Π. Δημητρακοπούλου.

Έχει διδάξει υποκριτική στις δραματικές σχολές του Εθνικού Θεάτρου και του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος, στα τμήματα θεατρικών σπουδών του ΕΚΠΑ και του Πανεπιστημίου Πατρών, στο Τμήμα Θεάτρου του ΑΠΘ κ.α. Από το 1993 έως το 2000 ήταν συνδημιουργός της δραματικής σχολής του «Εμπρός». Από τις Εκδόσεις Πατάκη κυκλοφορούν τρία ποιητικά του βιβλία, «Συμπληγάδες γενεθλίων» (2020), που κέρδισε το Βραβείο Βιβλίου Public στην κατηγορία της Σύγχρονης Ελληνικής Ποίησης, το «Πίσω από τζάμια θολά» (2021) και το πλέον πρόσφατο « Επί κλίνης κρεμάμενος» (2023).


- Τo σχόλιο του Κώστα Γεωργουσόπουλου για τον Δημήτρη Καταλειφό, δημοσιεύτηκε στον διαδικτυακό τόπο in.gr  στις 10.12.21 σαν μέρος του άρθρου "Εμβρυα με κομμένο λώρο"


Το Radio Art έχει αδειοδοτηθεί  από τους Ελληνικούς οργανισμούς διαχείρισης δικαιωμάτων | Autodia | EDEM Rights
Copyright © Radio Art | All rights reserved.