Λουδοβίκος των Ανωγείων


Κείμενο: Λάμπρος Μητρόπουλος
01 Μαρτίου 2023

Για τον μήνα Μάρτιο φιλοξενούμε στο Ραδιόφωνο τέχνης τον Λουδοβίκο των Ανωγείων. Πρόκειται για ένα αερικό της τέχνης, για μια μοναδική και σπάνια περίπτωση ανθρώπου που προσεγγίζει τη ζωή με αύρα μεγάλης ευαισθησίας, ανθρωπιάς, καλοσύνης, ποιητικού λόγου και προσφοράς. Πρόκειται για έναν εξαιρετικό παραμυθοποιό που με το μαντολίνο του έχει την δύναμη να μας ταξιδεύει μόνο εκεί που οι σπουδαίοι καλλιτέχνες μπορούν.

Ας κάνουμε όμως μια χρονική υπέρβαση και ας γυρίσουμε αρκετά χρόνια πίσω για να δούμε, τι έλεγε ο Μάνος Χατζιδάκις για το πως τον ανακάλυψε και τον έφερε στο Σείριο.

« Πριν από χρόνια όταν πρωτοανέβηκα στα Ανώγεια έμαθα για έναν χωρικό διανοούμενο τον Λουδοβίκο, όπως τον λένε, που κάθε φορά που ερωτευότανε ένα κορίτσι εξαφανιζόταν στον Ψηλορείτη επάνω και σαν τελείωνε το ειδύλλιο κατέβαινε στην πλατεία του χωριού και με το μαντολίνο του έπαιζε ώρες πολλές τα πάθη του. Περάσανε 12 χρόνια για να τον φέρω από τα Ανώγεια στο Σείριο. Από τότε δεν έπαψε να ζωγραφίζει, να διανοείται να συνθέτει, και να ερωτεύεται»

Σήμερα, πολλά χρόνια μετά, ο Λουδοβίκος των Ανωγείων συνεχίζει τη δημιουργική του πορεία όχι μόνο με τις μουσικές, το συγγραφικό του έργο αλλά και με τη ζωγραφική του. Έχουν εκδοθεί μέχρι στιγμής 17 δίσκοι του και 9 επανεκδόσεις, έχει γράψει αρκετά βιβλία ενώ πίνακες του κοσμούν την Εθνική πινακοθήκη της χώρας μας.

Όπως καταλαβαίνετε η συζήτηση με τον Λουδοβίκο των Ανωγείων δεν μπορεί να έχει την δομή μιας συμβατικής συζήτησης, ελπίζω να την απολαύσετε.

Λ.Μ.: Λουδοβίκε σε καλωσορίζουμε, είναι μεγάλη η χαρά μας που είσαι εδώ μαζί μας.

Λουδοβίκος.: Σας ευχαριστώ πολύ για την πρόσκληση, φυσικά με τιμά πάρα πολύ.

Λ.Μ.: Είσαι στο ραδιόφωνο τέχνης, τι είναι η τέχνη λοιπόν;

Λουδοβίκος: Όταν ο Θεός έφτιαξε τον άνθρωπο ήταν κατά τη γνώμη μου μήνας Απρίλιος. Ήθελε να τον εντυπωσιάσει λοιπόν μέσα στα λουλούδια και στις μυρωδιές και του είπε κάνε μία βόλτα και πες μου πώς νιώθεις, τι βλέπεις, τι αισθάνεσαι. Ο άνθρωπος έκανε τη βόλτα του γύρισε χαρούμενος και του λέει δε μπορώ να το περιγράψω αυτό που μου συνέβη. Αυτό είναι ένα θαύμα. Αλλά έχω και μερικές ερωτήσεις. Τι ερωτήσεις λέει ο Θεός; Έχω να σου πω… να μου πεις να μάθω τι είναι έρωτας, τι είναι θάνατος, τι είναι χρόνος, αλήθεια. Τι είναι αλήθεια; Και του λέει ο Θεός κοίταξε αυτά δεν γίνεται να σου τα απαντήσω. Αλλά έχω σκεφτεί κάτι του λέει. Θα σου χαρίσω κάτι που θα το ονομάσεις τέχνη. Τέχνη. Αυτό θα σε κάνει να ονειρεύεσαι τις απαντήσεις. Και πώς θα την αναγνωρίζω λέει ο άνθρωπος μέσα από τα άνθη; Όταν θα εξυψώνεσαι θα ξέρεις ότι είναι έργο δικό της. Ικανοποιείται από την απάντηση ο άνθρωπος. Λέει όμως έχω το θάρρος για μία ερώτηση ακόμα; Ο Θεός του λέει ναι. Εσύ σαν αθάνατος δε μπορείς να καταλάβεις πόσο οδυνηρό είναι για εμάς να ξέρουμε ότι θα πεθάνουμε. Του λέει όμως ο Θεός, κοίταξε και ξέρω κάτι παραπάνω από εσένα. Είναι προτιμότερο να ονειρεύεσαι την αθανασία παρά να την ζεις.

Λ.Μ.: Ναι, είναι μαγικό να ονειρευόμαστε και να πορευόμαστε με την τέχνη.

Λουδοβίκος. : Όταν κοιτάξεις το περιβάλλον και κάπου σταματήσει το βλέμμα σου παραπάνω από όσο συνηθίζεται, αυτό που σου τράβηξε την προσοχή θέλει κάτι να σου διηγηθεί. Αυτό μπορεί να είναι ένα παραμύθι, μπορεί να είναι ένα τραγούδι, μπορεί οτιδήποτε. Μπορεί να είναι μια ασχήμια που θέλει να σε διδάξει. Καταλήγοντας λοιπόν να πω, ότι θεωρώ, ότι εφόσον σταματήσει να μας έλκει η ομορφιά και εφόσον σταματήσει να μας διδάσκει η ασχήμια, έχουμε πεθάνει και δεν το ξέρουμε. Όσα συμβαίνουν στην καθημερινότητά μας, τα οποία λαμβάνω όπως ο κάθε άνθρωπος μέσω των μέσων και μέσω της πληροφορίας γενικά, άλλα με θλίβουν, άλλα με χαροποιούν. Τα περισσότερα με θλίβουν όπως τον καθένα. Όμως η τέχνη είναι κοντά μας. Θα πορευτούμε επιλέγοντας το ωραίο, επιλέγοντας αυτό το οποίο μας πηγαίνει παρακάτω. Η ομορφιά είναι αυτή που μπορεί να σώσει τον κόσμο.

Loudovikos11

Λ.Μ.: Είχες την τύχη να πλησιάσεις την αθανασία γνωρίζοντας δύο ανθρώπους, τον Χατζιδάκι και τον Γκάτσο. Και σκέφτομαι τώρα τούς στίχους του Γκάτσου που μελοποίησε ο Χατζιδάκις και έγινε ένα από τα ωραιότερα τραγούδια του πολιτισμού μας:

Τι ζητάς αθανασία στο μπαλκόνι μου μπροστά,
δε μου δίνεις σημασία κι η καρδιά μου πώς βαστά.
Σ’ αγαπήσανε στον κόσμο βασιλιάδες, ποιητές,
κι ένα κλωναράκι δυόσμο δεν τους χάρισες ποτές.

Λουδοβίκος.:

Είσαι σκληρή σαν του θανάτου τη γροθιά,
μα ‘ρθαν καιροί που σε πιστέψαμε βαθιά.
Κάθε γενιά δική της θέλει να γενείς,
Ομορφονιά που δε σε κέρδισε κανείς.

Τι ζητάς αθανασία στο μπαλκόνι μου μπροστά,
ποια παράξενη θυσία η ζωή να σου χρωστά.
Ήρθαν διψασμένοι Κροίσοι, ταπεινοί προσκυνητές,
κι απ’ του κήπου σου τη βρύση δεν τους δρόσισες ποτές.

Λ.Μ.: Συνάντησες τουλάχιστον δύο από τους αθάνατους. Εάν μας άκουγαν αυτήν τη στιγμή τι θα ήθελες να τους πεις;

Λουδοβίκος.: Καταρχήν να τους ευχαριστήσω για την ανοχή τους απέναντί μου γιατί εγώ ήμουν παιδί και στην ουσία ακαλλιέργητο. Εντάξει έκανα σπουδές, Ανωτάτη Εμπορική, ζωγραφική και τα λοιπά, αλλά δεν είχα καλλιέργεια μεγάλη, να μπορώ να σταθώ δίπλα τους με ανάστημα. Είχα όμως το θράσος, και το λέω θράσος γιατί η νιότη το έχει αυτό, μη έχοντας αίσθηση του μεγέθους τους, να μιλάω όπως μιλάω γενικά σε ένα καφενείο στο χωριό. Αυτό προφανώς άνοιξε τον εαυτό μου απέναντί τους και μπορούσαν να δουν βαθύτερα αν έχω κάτι ας πούμε. Και συμφώνησαν στο τέλος τι πρέπει να κάνω. Ο Γκάτσος μου είπε εσύ πρέπει να γράφεις, είναι η ώρα να κάνεις τα δικά σου τραγούδια. Σε αυτούς τους ανθρώπους λοιπόν στέλνω το ευχαριστώ μου εκεί που είναι. Δεν θα πω αυτά που λένε όλοι ότι μας λείπουν. Τι λείπουν; Ο κάθε δημιουργός έχει φτιάξει την ιστορία του, έχει στείλει το μήνυμα του, το σπέρμα του και από κει και πέρα είναι δική μας υποχρέωση να το ανακαλύψουμε και να πάμε παρακάτω. Και οι δύο ήταν σπουδαίοι ο καθένας, με ιδιαίτερο τρόπο ζωής και ιδιαίτερο βλέμμα.

Είναι ακραίο αυτό που θα σου πω τώρα. Ο Γκάτσος ήταν ασυμβίβαστος με το μέτριο και το κακό. Όταν έκανα το δεύτερο δίσκο "Ο έρωτας στην Κρήτη είναι μελαγχολικός" επειδή καμιά φορά τον έπαιρνα τηλέφωνο, μου λέει Λουδοβίκε αυτές τις μουσικές ποιος τις έκανε; Και του λέω, αν μπορώ να έχω το θάρρος να το πω, εγώ. Άκουσα το δίσκο σου λέει, τέσσερις φορές. Δεν το θεώρησα τότε πολύ σπουδαίο το να ακούσει το δίσκο μου τόσες φορές, σας λέω δεν ήξερα. Και μου λέει ο Κυπουργός, «άκουσε ο Γκάτσος τέσσερις φορές τον δίσκο σου; Αυτό σημαίνει ότι κάποιος άλλος μπορεί να τον ακούσει 100 και 200 φορές.» Τόσο πολύ τον είχαν σε εκτίμηση τον Γκάτσο, σαν άνθρωπο που είχε πολύ αυστηρό βλέμμα και άρα πολύ γόνιμο και ωφέλιμο. Ο δε Χατζιδάκις είχε πάντα τη διορατικότητα, μυριζόταν πού υπάρχει κάτι για να του δώσει την πρέπουσα θέση. Μου είπε, εσύ πας από εδώ, δίνοντας μου το ρόλο της μουσικής.

Λ.Μ.: Αυτή ακριβώς ήταν η μεγαλοσύνη αυτών των ανθρώπων, το ότι ακριβώς ώθησαν και εσένα αλλά φαντάζομαι και πολλούς άλλους, δημιούργησαν κατά κάποιον τρόπο τη βάση για ανθρώπους, που στη συνέχεια πρόσφεραν και προσφέρουν στον πολιτισμό της χώρας μας, αυτό πραγματικά είναι ανεκτίμητο.

Λουδοβίκος.: Μα έτσι γίνεται. Δεν γίνεται διαφορετικά. Δεν κλείνει ο κύκλος ενός καλλιτέχνη πραγματικού. Ίσα-ίσα, ανοίγει τους δρόμους και στέλνει το μήνυμα που ακολουθείται σαν μελωδία. Και ο καθένας το παίρνει και το πάει παρακάτω. Αυτό γίνεται.

Λ.Μ.: Ακριβώς. Νομίζω όμως ότι είχες εξαιρετική σχέση και με την Κική Δημουλά.

Λουδοβίκος.: Ναι, την είχα γνωρίσει καλά και κάναμε παρέα, είπε για μένα κάτι πάρα πολύ κολακευτικό. Θα με συγχωρέσετε που θα το πω, που δεν θα έπρεπε, αλλά θα το πω γιατί το θεωρώ σπουδαίο. Με καταγράφει μ’ έναν τρόπο μοναδικό, λέγοντας

«Ποια αγάπη θα συγχωρήσει την αχειροποίητο φωνή σου, που δύναται να τη μελωδεί πιο χαμηλόφωνα, πιο επιμηκυμένα… από την μοιρολογήτρα έλλειψή της».

( κάπου έχει μία λέξη ακόμα που δεν τη θυμάμαι)

Λ.Μ.: Ναι, είναι… σπουδαία λόγια αυτά.

Λουδοβίκος.: Ναι. Και εν πάση περιπτώσει… Ναι, κατάλαβα ότι η φωνή μου έχει ένα θρηνητικό στοιχείο, μια ιδιαίτερη μελωδία που την κάνει μελαγχολική. Το επικύρωσε η Δημουλά μ’ έναν τρόπο τόσο ποιητικό.

Loudovikos7

Λ.Μ.: Και με τον Βαγγέλη Παπαθανασίου είχες φιλία.

Λουδοβίκος.: Ναι, είχα μεγάλη σχέση μέχρι την τελευταία του στιγμή, γιατί συχνά πήγαινα στο Παρίσι για να τον δω και να κουβεντιάσουμε. Ο Παπαθανασίου επίσης είναι μια πολύ μεγάλη δόξα του πολιτισμού, του παγκόσμιου πολιτισμού, όπως τον ένιωσα και όπως τον έζησα ο οποίος έλεγε πολύ απλά πράγματα. Έλεγε ας πούμε: «Η φύση μάς διδάσκει το απαραίτητο και ο άνθρωπος το περιττό». Είχα λοιπόν μεγάλη τύχη να μπω στα σπίτια τέτοιων ανθρώπων.

Λ.Μ.: Ναι, πραγματικά, θα ήθελα όμως να πω για εσένα ότι αυτό που εκφράζεις είναι ένα βαθύτατο συναίσθημα που αγγίζει πάρα πολλούς ανθρώπους. Τι είναι λοιπόν το πιο ακριβό συναίσθημα των ανθρώπων; Θα μπορούσες να μας το προσδιορίσεις;

Λουδοβίκος.: Θεωρώ ότι ο άνθρωπος επειδή είναι έρημος, είναι αδύναμος στο συμπαντικό χώρο, είναι ένα μέγεθος τεράστιο αλλά παράλληλα ευάλωτο, πιστεύω ότι αυτό που μας περιβάλλει είναι ο φόβος του άγνωστου. Κι αυτόν τον φόβο τον ακολουθεί ένα βαθύ αίσθημα στενοχώριας, λύπης, μελαγχολίας. Τα αναπάντητα ταιριάζουνε πολύ με τη μελαγχολία. Ο άνθρωπος λοιπόν μπορεί να γεννήσει τη συγκίνηση, η οποία είναι το πιο σπουδαίο οικοδομικό υλικό μιας προσωπικότητας. Όταν χάσει το πρόσωπο που αγαπάει οριστικά και αποκτά ένα ύψος η ψυχή του, αυτού που μένει, και από εκείνο το ύψος δημιουργεί, λέγοντας τα μοιρολόγια, λέγοντας τα υπέροχα πράγματα που ακολουθούν αυτόν που έφυγε. Αυτοί που τα ακούνε από κάτω, φουσκώνουν τα στήθη τους από συναίσθημα που εξωτερικεύεται με τα δάκρυα τους. Τα έχω ζήσει αυτά. Διαβάζοντας αργότερα, βλέπω ότι αυτό συνέβαινε με τους θρηνωδούς. Μετά τη μάχη τραγουδούσαν για να κάνουν αυτούς που ζήσανε να κλάψουν για να τα ξεχάσουν, και να είναι έτοιμοι για την επόμενη μάχη. Πιστεύω λοιπόν ότι το πιο ακριβό συναίσθημα του ανθρώπου είναι αυτό, η μελαγχολία του. Και μη μου πείτε ότι ο έρωτας είναι χαρούμενο συναίσθημα. Κι αυτός συγγενεύει και ακουμπάει την πλάτη του στη μελαγχολία.

Λ.Μ.: Ναι, ο έρωτας είναι μάχη.

Λουδοβίκος.: Μάχη μεγάλη. Ο έρωτας είναι ένας θεός, λέω εγώ. Μία μαντινάδα παλιά λέει «ο έρωτας είναι ένας θεός πρασινοφορεμένος, κι άμα ριζώσει στην καρδιά, αναθεματισμένος. Κι ο έρωτας κι ο θάνατος, κι οι δυο με κυνηγούνε. Του θάνατου εξέφυγα, τον έρωτα φοβούμαι» έλεγε αυτός ο παλιός μαντιναδολόγος. Εγώ πιστεύω ότι ο έρωτας… εγώ πιστεύω… τέλος πάντων. Χωρίς αυτό, τίποτα. Χωρίς αυτόν δε μπορεί να συγκριθεί κάτι, δε μπορεί να υπάρξει η φιλοδοξία να πας κάπου, η ελπίδα, όλα. Όλα. Και αυτά είναι φτιαγμένα από την παγκόσμια, από τη συμπαντική δύναμη εκεί που δεν την κατανοούμε, για να μας έχει σε μια εγρήγορση και να πηγαίνουμε παρακάτω τη ζωή. Ένας «εκβιασμός» σε εισαγωγικά, λέω, είναι το ερωτικό συναίσθημα. Με εκβιάζει να σμίξω για να γεννήσω τρίτο πρόσωπο. Το κάνω όμως ευχαρίστως γιατί με αποζημιώνει με τα πιο ακριβά πράγματα.

Λ.Μ.: Ο έρωτας είναι η ζωή, είναι η συνέχεια της ζωής αλλά και πέρα από αυτή.

Λουδοβίκος.: Ναι. Ο έρωτας είναι παντού. Δεν μπορούμε να τον αφήσουμε κάπου. Γιατί ακόμα κι ένα βλέμμα φευγαλέο σε μια γυναίκα που περνά κι ο αέρας τής αποκαλύπτει λίγο το γόνατο παραπάνω από όσο πρέπει και σου κάνει έκπληξη η αίσθηση αυτή, είναι ήδη μία πρόσκληση του έρωτα ο οποίος παντού στέκει και σε περιμένει. Άμα σταματήσεις να ερωτεύεσαι, δεν έχεις λόγο να υπάρχεις.

Loudovikos5

Λ.Μ.: Στη ζωή έχουμε έρωτα, αγάπη και πόνο. Ο πόνος μπορεί να προκληθεί από παντού και αναπάντεχα ακόμα και από αγαπημένους ανθρώπους, για τη συγχώρεση τι λές;

Λουδοβίκος.: Η συγχώρεση είναι μια πράξη η οποία δεν είναι λεκτική. Πολλοί λένε «συγχώρεσα τον άλλον». Πόσο μπορείς να συγχωρέσεις κάποιον ο οποίος σ’ έχει βλάψει βαθιά ή σ’ έχει θίξει, ας πούμε, προσωπικά; Πρέπει να συγχωρούμε. Είναι πολύ δύσκολο. Άλλο να το δηλώνεις κι άλλο να το νιώθεις πραγματικά. Το «συγχωρώ», δηλαδή μπαίνω στον ίδιο χώρο με τον άλλον, τον βάζω δίπλα μου ας πούμε, είναι ένα πράγμα πάρα πολύ δύσκολο. Αλλά αυτοί που καταφέρνουν να συγχωρούνε, απελευθερώνονται από το βάρος του μίσους ή της εκδίκησης και είναι καλύτερα. Είχα μια φορά ένα περιστατικό που ταιριάζει εδώ. Έκανα μια συναυλία στην Αθήνα, στο «Πάλαι Ποτέ», στου Γκύζη σ’ έναν χώρο πάρα πολύ ωραίο που ήταν παλιά σινεμά. «Μετρό» το λέγανε, «Μετρό».

Εκεί λοιπόν μέσα, τελειώνοντας η συναυλία, ήταν ένα κορίτσι και μου λέει: «Θέλετε να πάρετε τους μουσικούς σας να σας κάνω το τραπέζι απόψε;». Το είπα στα παιδιά, συμφώνησαν και πήγαμε στον «Πειναλέωντα». Καθίσαμε καμιά δεκαριά άτομα, ήμασταν ίσως λιγότερα. Κάθισε το κορίτσι, κάθισα εγώ απέναντι. Μαρία τη λέγανε. Την ευχαριστήσαμε, τρώγαμε, στην κουβέντα επάνω της λέω: «Φοράς ένα πολύ ωραίο μαύρο πουκάμισο. Πυκνό, ωραίο μαύρο». Και μου λέει: «Και να σκεφτείτε, ότι θέλω να σας το χαρίσω». «Γιατί;». Δεν ήθελε να κάνει την κουβέντα εκείνη την ώρα. Πριν φύγουμε λοιπόν, πηγαίνει στο μπάνιο, βγάζει το πουκάμισο. Φορούσε ένα κορμάκι μέσα, το τζιν σακάκι από πάνω. Με παραπαίρνει και μου λέει: «Είχα έναν αδελφό που τον σκότωσαν δυο Κρητικοί. Ήρθα στη συναυλία και έκλαψα και μου έφυγε το μίσος». Κάνει μία κίνηση με το πουκάμισο και μου λέει: «Σας επιστρέφω το πένθος της Κρήτης».

Λ.Μ.: Πω-πω, αυτό πραγματικά είναι ασύλληπτο.

Λουδοβίκος.: Συγκλονιστικό, Εγώ έπαθα ζημιά μεγάλη, εκείνη τη στιγμή. Της είπα ότι κάποιοι από μας χτίζουμε και κάποιοι άλλοι χαλούν. Χαίρομαι τόσο πολύ που υπήρξα αφορμή, με το συγκινητικό τραγούδι να εκπαραθυρώσεις από μέσα σου το μίσος και να ελευθερωθείς.

Λ.Μ.: Ψυχική απελευθέρωση, πολύ δύσκολο αλλά όχι ακατόρθωτο.

Λουδοβίκος.: Είναι στιγμές πολύ μεγάλες που μπορεί να συναντήσουμε, ο καθένας φυσικά αλλά κι εμείς οι μουσικοί που κάνουμε συναυλία. Μια φορά μια γυναίκα στην Κύπρο, μεγάλη γυναίκα, την έφερε η κόρη της, με χαιρετάει και μου λέει: «Σ’ ευχαριστώ παιδί μου που με έκανες να ξαναβρώ τα δάκρυά μου».

Λ.Μ.: Μόνο να σωπάσω μπορώ έστω για λίγο με αυτό που μόλις είπες.

Λουδοβίκος.: Η σιωπή είναι ένας άλλος κόσμος. Εκεί λειτουργούν άλλοι νόμοι και είναι καταδεκτική ανάλογα με αυτό που έχεις ανάγκη εσύ. Εγώ τη σιωπή την τιμώ και την εκτιμώ. Πάω στο βουνό και κάθομαι αρκετές ώρες κάθε φορά και έχω όρεξη ν’ ακούω μόνο τον θόρυβο του αέρα, τα πουλιά να διασταυρώνονται. Και άμα κλείσεις τα μάτια σου και ορίσεις ένα παραλληλόγραμμο γίνεται ένας πίνακας ακουστικός. Σ’ αυτό το φόντο λοιπόν μπορείς να προβάλεις ό,τι θες. Εγώ έχω την τύχη να θυμάμαι από παιδί τις χροιές από τις φωνές των ανθρώπων που γνώρισα. Πέντε χρονών θυμάμαι τον πιο παλιό άνθρωπο του χωριού, που τον γνώρισα εγώ, θυμάμαι πώς ήταν η φωνή του, ο ήχος του. Κι αυτές οι φωνές έρχονται. Της μάνας μου, του παππού μου, ανθρώπων που εκτιμώ. Μ’ αυτές τις φωνές συνδιαλέγεσαι. Γιατί ξέρω ότι η σιωπή καταδέχεται να σου μιλήσει σε γλώσσα χωρίς θορύβους, χωρίς εικόνα. Σε πάει εκεί που πρέπει να πας, μια φορά την ημέρα τουλάχιστον. Σε μια γωνιά. Άσε που σου δημιουργεί την ενσυναίσθηση, τι είσαι εσύ ο ίδιος. Η σιωπή κουβεντιάζει με τον πιο σεμνό τρόπο.

Λ.Μ.: Εκτός από τη σιωπή τα όνειρα βοηθούν…

Λουδοβίκος.: Τα όνειρα, θα σου πω για τα όνειρα. Λέω σ’ ένα κείμενό μου κάποια στιγμή ότι: «Κάθε βράδυ κάναμε πρόβα θανάτου με τον ύπνο, αλλά και πρόβα αθανασίας με τα όνειρα». Το όνειρο, αυτή η επίσκεψη η απρόσκλητη με τους δικούς της νόμους, με τα ακατανόητα για τα λογικά της…όταν είμαστε ξύπνιοι, κάτι θέλει να μας πει. Δε μπορεί να είναι ένα κακόγουστο αστείο. Το όνειρο λοιπόν έρχεται και ποτέ δεν πήρε χαρακτήρα άσχημο, παρότι πολλά είναι άσχημα. Όταν θέλουμε να επαινέσουμε κάτι, λέμε «αυτό είναι όνειρο». Αλλά είναι μια πραγματικότητα που θα ήθελε ο καθένας να ζήσει και να υπάρχουμε. Το όνειρο πήρε την ιδιότητα και του να ντύνει την ελπίδα για κάτι που θέλεις να κάνεις.

Loudovikos2

Λ.Μ.: Τι είναι το παραμύθι; Το όνειρο βοηθάει στο παραμύθι;

Λουδοβίκος.: Το παραμύθι είναι το όνειρο το οποίο έχει την πολυτέλεια να προσωποποιεί και να δίνει λόγο στα αντικείμενα, να ακυρώνει τους φυσικούς νόμους. Αυτό δεν είναι το όνειρο; Έτσι είναι το παραμύθι. Το παραμύθι ένας παράλληλος δρόμος, ένα παραθύρι ωραίο δίπλα από μία πόρτα. Ένας δρόμος. Πάντα τα παράθυρα έχουν πιο μεγάλη γοητεία. Και να μην ξεχνάμε ότι από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα έχουν επιβιώσει οι μύθοι και όχι οι αλήθειες. Κάποτε ρώτησα έναν Γερμανό σπουδαίο αρχαιολόγο. Του λέω πώς γίνεται αυτό; Και μου λέει, η γνώμη μου είναι ότι οι αρχαίοι είχαν ανάγκη την κάθε αλήθεια… Η κάθε αλήθεια έχει ανάγκη έναν μύθο για να επιβιώσει.

Το παραμύθι λοιπόν είναι ένας δρόμος παράλληλος ο οποίος δεν απευθύνεται κατ’ ανάγκη στα παιδιά, καθόλου θα έλεγα. Το παραμύθι πρέπει να μιλεί σε σοβαρά, και σε ίσα επίπεδα και αυτός που ακούει να τα μεταφράζει μετά στη γλώσσα την απλή των παιδιών. Δεν καταδέχομαι να λέει ένα παραμύθι… «και το μικρό κουκλάκι επήρε το σκοινάκι και…». Αυτή είναι μια ψευτογλώσσα που νομίζουμε ότι αρέσει στα παιδιά. Στο παιδί πρέπει να μιλάς τη γλώσσα που ξέρεις να μιλάς. Αυτό πιστεύω για τη σχέση του παραμυθιού. Εγώ έχω γράψει αρκετά παραμύθια με διάφορους εκδοτικούς οίκους («Σαββάλα» «Κέρκυρα» «Αιγαίο». Δε μιλώ πουθενά, ποτέ σε ένα παιδί με αυτόν τον τρόπο. «Το γεράνι και το καναρίνι», ένα παραμύθι, ας πούμε, διαπραγματεύεται μια σχέση μιας φυλακής και του ενός και του άλλου. Γιατί και το γεράνι μέσα στη γλάστρα σε φυλακή είναι και το αναπτύσσω και το λέω σε μεγάλους ανθρώπους που θέλουν να το ακούσουν.

Λ.Μ.: Πες μου ένα μικρό παραμύθι;

Λουδοβίκος.: Πάει λοιπόν ο ερωδιός και λέει στο βάτραχο: Ρε παιδί μου, οι άλλοι ντρέπονται να σου το πούνε εδώ στη λίμνη, αλλά σε έχουν βαρεθεί όλοι. Αυτό το μονότονο τραγούδι θα μου πεις, αυτή είναι η φωνή που έχεις, δε μπορείς να την αλλάξεις. Αλλά με αυτό που κάνεις, μας έχεις τρελάνει, πρωί, μεσημέρι και βράδυ. Μάθε την παύση. Μάθε την παύση, λιγότερο να τραγουδάς. «Τι είναι η παύση;», λέει ο βάτραχος, προσβεβλημένος. Πώς να σου το πω, του λέει. Η παύση είναι να σωπαίνεις. Σωπαίνεις. Και μετά πάλι. Εκείνη τη στιγμή βλέπει το επιχείρημα και του λέει ο ερωδιός. Βλέπεις αυτό το τριαντάφυλλο εκεί στη γωνία στο ποτάμι; Ναι. Αυτό ανοίγει 30 πέταλα χωρίς να ακουστεί ούτε καν ψίθυρος. Κανείς δεν άκουσε έναν ψίθυρο στο τριαντάφυλλο όταν ανοίγει τα πέταλά του. Ο βάτραχος τον κοιτάζει και λέει, ναι, αλλά κοίταξε το χρώμα του. Αυτό δεν είναι μια κραυγή χωρίς παύση;

Λ.Μ.: Πολύ ωραίο. Να που ξαναγυρνάμε στη σπουδαιότητα της σιωπής, που ίσως με κάποιο ποιητικό τρόπο συνδέεται με το ότι θα πρέπει να είμαστε ολιγαρκείς αλλά και να μοιραζόμαστε πράγματα.

Λουδοβίκος.: Ναι. Και όταν η μάνα μου η μακαρίτισσα έλεγε, η χέρα που δεν είναι ανοιχτή δεν μπαίνει πράμα μέσα. Αν δεν ανοίγεις το χέρι σου να δίνεις δε θα μπει τίποτα μέσα.

Λ.Μ.: Ποιες συμβουλές από τη μάνα σου ή από τους γονείς σου δε θα ξεχάσεις ποτέ;

Λουδοβίκος.: Η μάνα μου μου δίδασκε το μέγεθος, το όνειρο, αλλά μου έλεγε να διαλέγεις το λίγο. Ανακάλυψα το μέγεθος του ολίγου. Με ένα μπουκάλι γάλα και ένα ψωμί έχω περάσει πολλές φορές και σαν φοιτητής και μετά. Πολλές φορές. Δεν χρειάζεσαι πολλά. Το λίγο, το λίγο έχει μέγεθος. Το καθόλου είναι το πρόβλημα. Ο πατέρας μου έλεγε κάτι άλλο. Το έχω ξαναπεί αλλά είναι πολύ εντυπωσιακό. Έλεγε λοιπόν ότι η γοργόνα βγαίνει μία φορά το χρόνο από τη θάλασσα και τραγουδεί τον καινούργιο σκοπό. Όσοι τύχουν εκεί και τον ακούσουν και έχουν καλό ακουστικό δηλαδή καλή ακουστική μνήμη το παίρνουν, το τραγουδούν, το πάνε στο λυράρη, ο λυράρης το βάζει στη λύρα και την άλλη μέρα γίνεται η καντάδα τη νύχτα και λένε ήρθε ο καινούργιος σκοπός της γοργόνας. Εδώ ακριβώς είναι πάλι το μέγεθος του ονείρου.

Λ.Μ.: Υπάρχει όνειρο (ενδιαφέρον) στην σημερινή δισκογραφία;

Λουδοβίκος.: Θυμάμαι τον Χατζιδάκι να λέει το 1985 σε μία κουβέντα που γινόταν εκεί στο Παγκράτι: Παλαιότερα λέει παραγόντουσαν 20 δίσκοι, αυτή ήταν η παραγωγή, η μουσική του τόπου μας ας πούμε. Από αυτούς οι 4 είχαν ενδιαφέρον. Σήμερα είπε γράφονται 600. Πάλι μόνο οι τέσσερις έχουν ενδιαφέρον.

Loudovikos9

Λ.Μ.: Αυτό είναι αλήθεια και εγώ που ασχολούμαι τόσα χρόνια με τη μουσική δυστυχώς έχω καταλήξει εκεί. Αλλά το ενδιαφέρον πραγματικά κατοικεί σε ελάχιστους δίσκους, γιατί όπως λέγαμε και προηγουμένως πρέπει οι νέοι να πάρουν τη σκυτάλη και να συνεχίσουν. Μόνο έτσι συνεχίζεται ο πολιτισμός.

Λουδοβίκος.: Ένα τραγούδι ωραίο θέλει και μία φρέσκια φωνή, θέλει μία γλυκιά φωνή, θέλει μια καινούργια ανάγνωση.

Λ.Μ.: Μα αυτό δεν έκανε ο Χατζιδάκις πάντα;

Λουδοβίκος: Ο Χατζιδάκις αυτό έκανε. Έδινε παντού ευκαιρίες. Αυτοί είναι μεγάλοι καλλιτέχνες δεν περιφρουρούν το έργο τους και δεν το κρύβουν για να μην τους το πάρουν. Ανοίγουν τις πόρτες και λένε πάρτε αυτό που έφτασε ως εδώ και πάτε παρακάτω. Αυτό ήταν.

Λ.Μ.: Για να πάμε τώρα λίγο στο "εγώ", το οποίο "εγώ" πιστεύω ότι κατοικεί στην πολυκατοικία της πλάνης.

Λουδοβίκος.: Ναι σωστό είναι αυτό. Σωστό. Το «εγώ» είναι το ανίκητο. Μπορεί να το φέρεις βόλτα, μπορεί να κάνεις το «εμείς», αλλά το «εγώ» είναι ανίκητο. Μπορώ να σου πω ένα δικό μου παραμυθάκι πάλι;

Λ.Μ.: Βέβαια.

Λουδοβίκος.: Ήταν μεσάνυχτα στο δάσος, όταν ξαφνικά λογομάχησε ο αέρας με το δέντρο. Η κουκουβάγια στήνει αφτί, κοιτάει και ακούει. Λέει το δέντρο, αυτή τη μουσική που λες ότι είναι ωραία, την κάνω εγώ με τα κλαδιά και τα δέντρα και τα φύλλα μου. Όχι, εγώ τη φέρνω από τις θάλασσες, έλεγε ο αέρας. Αυτό ανέβασε την ένταση, ακούστηκαν φωνές, ξύπνησε το δάσος, σηκωθήκαν τα πουλιά και μαζευτήκανε. Κατεβαίνει η κουκουβάγια λοιπόν και λέει δεν ντρέπεστε μεσάνυχτα να ξυπνάτε το δάσος; Για να δούμε πού υπάρχει το δίκιο. Λέει λοιπόν, εσύ περίμενε, λέει στο δέντρο.

Και λέει στον αέρα, παίξε τη μουσική που λες ότι είναι δική σου. Προσπαθεί ο αέρας, δε βγάζει ούτε μία νότα. Λέει στο δέντρο, εσύ τώρα πες τη μουσική που είναι δική σου. Προσπαθεί το δέντρο, ούτε μία νότα. Βλέπετε λοιπόν; Όταν ξεχάσετε το «εγώ» και ανακαλύψετε το «εμείς», το «μαζί», το «όλοι», τότε θα καταλάβετε ποιος κάνει αυτή την ωραία μουσική. Και το δάσος χειροκρότησε. Ήταν σοφή άλλη μια φορά η κουκουβάγια. Η κουκουβάγια με φουσκωμένο στήθος λοιπόν, ανεβαίνει σιγά-σιγά στη φωλιά της και όπως ανεβαίνει λέει μέσα της: Μα εγώ θα τα λύνω όλα τα προβλήματα;

Loudovikos12

Λ.Μ.: Το «εγώ» ήρθε και πάλι μπροστά. Όπως γίνεται συνήθως στην ζωή μας. Αλλά ας πάμε και στη ζωγραφική. Τα τελευταία χρόνια ξέρω ότι ασχολείσαι πολύ με τη ζωγραφική. Με τι έχεις ταξιδέψει πιο πολύ, με τη μουσική ή με τη ζωγραφική;

Λουδοβίκος.: Το ταξίδι το κάνει η μουσική, αυτή έχει τα φτερά. Η ζωγραφική σε οδηγεί περισσότερο στον εαυτό σου. Σε πάει πιο μέσα, προς τα μέσα ταξίδι σε πάει. Διότι εκεί ο δημιουργός του κόσμου σε κάποιους, σε πολλούς δίνει μια ευκαιρία να τους θεωρήσει βοηθούς του, ας πούμε. Αυτό το λέω τώρα αστειευόμενος φυσικά. Δηλαδή, γιατί ζωγραφίζουμε; Στην ουσία αντιγράφουμε τη φύση. Στην ουσία προσπαθούμε να πούμε και εμείς ότι μπορούμε να δημιουργήσουμε κάτι κι ας είναι δημιούργημα αντιγραφικό, ας πούμε. Εγώ πάντα ζωγράφιζα, αυτό με τραβούσε περισσότερο.

Θεωρώ ότι η ζωγραφική δεν είναι τίποτε άλλο παρά η μουσική των ματιών, όπως και αντίστοιχα, διαφορετικά, η μουσική είναι μια ζωγραφική των αφτιών. Θα κοιτάζω τη ζωγραφική μες στον καθρέφτη και θ’ ακούω τη μουσική πίσω στα αφτιά μου

. Αλλά να σου πω ότι η ζωγραφική δεν είναι κάτι για ν’ ασχοληθώ έτσι απλά. Πίστεψα στον εαυτό μου και ήθελα να κάνω κάτι και να κριθώ αληθινά σαν ζωγράφος, όχι ένας μουσικός που ζωγραφίζει. Και νομίζω ότι το πέτυχα μ’ έναν τρόπο, αφού έκανα την έκθεση στο Κολωνάκι πέρυσι τον Γενάρη. Και μια πολύ μεγάλη τεχνοκριτικός έγραψε πολύ σπουδαία πράγματα, που δεν τα καταλαβαίνω τα περισσότερα αλλά για να τα λέει, τα βλέπει. Η κυρία Ρογκάν, Ηλιοπούλου-Ρογκάν, Ελληνογαλλίδα τεχνοκριτικός. Ο Τσόκλης είπε κάτι επίσης σπουδαίο κλπ.

Λ.Μ.: Νομίζω ότι η Εθνική πινακοθήκη πήρε μερικά έργα σου.

Λουδοβίκος.: Ναι, Αυτό ήταν το αποκορύφωμα η Εθνική Πινακοθήκη πήρε 4 έργα μου, αυτό μου έδωσε τεράστια χαρά και ώθηση.

Λ.Μ.: Χαρά, τι μαγική λέξη, μακάρι οι περισσότερες στιγμές της ζωής μας να ήταν χαρούμενες.

Λουδοβίκος.: Πρέπει να μας εκπλήσσει συνεχώς αυτό που συμβαίνει γύρω μας. Η ζωή είναι μια γιορτή και είμαστε όλοι καλεσμένοι. Όλοι είμαστε καλεσμένοι. Όποιος δεν το κατάλαβε, φυσικά και έχει χάσει. Και η γιορτή δεν έχει μόνο το τραπέζι του φαγητού και το γλέντι. Έχει μετά και τα άπλυτα πιάτα, και το μάζεμα τα σκουπίδια, χίλια δυο. Όλο αυτό όμως είναι δικό μας πακέτο. Και πρέπει να το ζήσουμε και να το πάρουμε φεύγοντας. Δεν μπορεί να συμβαίνει κάτι άλλο, παρά η ψυχή η δική μας έχει ανάγκη την εμπειρία προφανώς.

Loudovikos13

Λ.Μ.: Η απώλεια μεγάλη λέξη, τραγική. Πριν μερικούς μήνες ήσουν από τους ελάχιστους που παραβρέθηκαν στη Γαλλία στην τελετή για να πουν το στερνό αντίο στον μεγάλο Έλληνα τον Βαγγέλη Παπαθανασίου, τι άραγε παίρνουμε μαζί μας φεύγοντας;

Λουδοβίκος.: Λοιπόν, θα σου πω τώρα, λόγω της φιλίας πήγα στη Γαλλία στο Παρίσι και ζήτησα να του παίξω ένα τραγούδι. Εκεί στον χώρο που θα γινόταν η αποτέφρωση, σ’ έναν ναό μέσα δηλαδή, με πολύ λίγους καλεσμένους, γύρω στα πενήντα παγκόσμια πρόσωπα εκεί. Μεγάλοι σκηνοθέτες, όλοι σπουδαίοι που δεν τους ξέρω εγώ. Μου τους λέγανε μετά. Και πήρα το μαντολίνο μου και του τραγούδησα. Και αυτό που θα σου πω είναι τα λόγια του τραγουδιού, λέγεται “χωρίς αποσκευές”. Τραγούδησα λοιπόν σε μια αίθουσα, τρέμανε τα πόδια μου. Μου λέει ένα παιδί, που δεν καταλάβαινε τα λόγια – είχαν μετάφραση του τραγουδιού πριν το τραγουδήσω - «δεν ήξερα, τι λέγατε αλλά εγώ έκλαιγα.»

Χωρίς αποσκευές γυρίζω
απ’ το ταξίδι της ζωής,
με την καρδιά γεμάτη δρόμους,
ακούραστος προσκυνητής.

Είδα σοφούς να απορούνε
κι απλούς ανθρώπους να απαντούν
για το χορτάρι που ανεβαίνει
ακόμα κι όταν το πατούν.

Το πιο κουραστικό ταξίδι
το έκανα μέσα μου βαθιά,
βρήκα δε βρήκα εγώ το ξέρω
πετώντας πάνω απ’ τη φωτιά.

Κάποτε πήγα να λυγίσω
κι είδα τον Αλεξανδρινό
να δείχνει με το χέρι την Ιθάκη,
ατέλειωτο προορισμό.

Χωρίς αποσκευές γυρίζω
απ’ το ταξίδι μιας ζωής,
χωρίς αποσκευές θα φύγω
στο τέλος τούτης της γιορτής.

Λ.Μ.: Πολύ συγκινητικό. Λοιπόν πλησιάζοντας προς το τέλος, θα ήθελα να σου διαβάσω τρία μικρά ποιήματα από δύο Ελληνίδες εξαιρετικές ποιήτριες. Και ένα από έναν επίσης εξαιρετικό Έλληνα ποιητή.

Το πρώτο είναι της Γιώτας Βασιλακοπούλου.

Άνοιξε η πόρτα και ήταν ο Άνεμος.
Χτύπησε το παράθυρο και ήταν η Σιωπή.
-Ποιος μένει εδώ; Ρώτησαν.
-Κανείς. Κάποτε ζούσε ένα κορίτσι
με αστέρια στα μαλλιά.
Μετά, μια γυναίκα γόνιμη και ζεστή σαν τη γη
τώρα κανείς.

Λουδοβίκος.: Το ποίημα της κοπέλας είναι εξαιρετικό. Μπαινοβγαίνει σε μια χαρά και μια λύπη. Το κάνει τόσο ζωντανό… το κάνει παρόν, να βλέπεις τις εικόνες που σου προτρέπει, και στις παρουσιάζει ξανά στην απουσία. Παρών-απών. Η κοπέλα έχει πολύ ταλέντο.

Εμένα μου έφερε στο μυαλό μου ένα δικό μου παραμύθι που έχει κάνει τη μουσική ο Βαγγέλης Παπαθανασίου και θα σας το πω.

Το παράθυρο ήταν ανοιχτό κι ο μικρός άνεμος της αυγής έσπρωξε ελαφρά τα φύλλα, φούσκωσε την κουρτίνα και μπήκε στο δωμάτιο. Η κόρη κοιμόταν. Τα μακριά, σγουρά ξανθά μαλλιά της δεν σκέπαζαν το γυμνό της σώμα, μα κρέμονταν ως το πάτωμα. Ο άνεμος φυσούσε, μπήκε στα μαλλιά, πήρε το σγουρό, το χρώμα και το άρωμα. Ύστερα τη χάιδεψε στον γυμνό της ώμο και έφυγε. Ανέβηκε στα βουνά και σκόρπισε το άρωμα στα λουλούδια και στα χόρτα. Μετά κατηφόρισε στην ήσυχη λίμνη και φύσηξε το σγουρό των μαλλιών πάνω στη γυαλάδα της. Μετά μπήκε μες στα σπαρτά τα χρυσοκίτρινα και κουρασμένος κάθισε κάτω από ένα πεύκο και είπε: Ε, το χάδι όμως στον ώμο θα το κρατήσω για μένα.

Λ.Μ.: Τι ωραίο! Το δεύτερο, είναι ένα από τα αγαπημένα μου το έχει γράψει η Λίνα Στεφάνου.

Τι γίνεται όταν πεθαίνεις;
Το βλέμμα το παίρνει η βροχή.
Ένα κομμάτι κρατάει στο ράμφος του ο ερωδιός
και η ψυχή σαν ύφασμα απλώνεται
πάνω από κείνα που πιο πολύ αγάπησες.

Λουδοβίκος.: Πολύ ωραίο ποίημα. Πάρα πολύ ωραίο ποίημα. Βάζει ωραία το ερωτηματικό πού πάμε. Θα απαντήσω κι εγώ μ’ ένα μικρό δικό μου.

Μιλεί ο Χάρος: Μιλούν για μένα αυτοί που δε με ξέρουν.
Και εκείνοι που με ξέρουν, δεν μπορούνε.
Για αυτό θα μένω πάντα ο άγνωστος,
να με φοβούνται και να μ’ αδικούνε.
Ο φόβος κατοικεί στο άγνωστο.
Του φόβου ο φόβος είναι η γνώση.
Μόνο όποιος ερωτεύτηκε βαθιά,
ίσως εκείνος θα με νιώσει.

Λ.Μ.: Τι ωραίο! Για να κλείσουμε, θα σου διαβάσω ένα πολύ μικρό, το έχει γράψει ο Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος.

«Του μύριζε γιασεμί κι όταν γιασεμί δεν υπήρχε. Έτσι έζησε».

Λουδοβίκος.: Πάρα πολύ ωραίο. Όταν δεν έχεις το ωραίο πρέπει να το επινοείς.

Λ.Μ.: Ακριβώς, λοιπόν νομίζω έτσι μ’ αυτά τα ποιήματα κλείνουμε. Θα ήθελα να σ’ ευχαριστήσω πολύ που ήσουνα στο ραδιόφωνο τέχνης…

Λουδοβίκος.: Επέτρεψε μου να πω κάτι για το ραδιόφωνο τέχνης. Αυτοί οι εραστές της τέχνης, αυτά τα παιδιά που έχουν το ραδιόφωνο τέχνης, φέρουν μια ποιότητα και ένα χρέος για τη συνέχεια του πολιτισμού μας. Ποιο ραδιόφωνο παίρνει την ποίηση να τη βάλει μέσα στη μουσική;
Σε ευχαριστώ πάρα πολύ Λάμπρο και όλη την ομάδα του ραδιοφώνου τέχνης.


Το Radio Art έχει αδειοδοτηθεί  από τους Ελληνικούς οργανισμούς διαχείρισης δικαιωμάτων | Autodia | EDEM Rights
Copyright © Radio Art | All rights reserved.